Από τη Φανή Πλατσατούρα,

Για τη Μίρκα Παπακωνσταντίνου και κυρίως για τους ανθρώπους που βρίσκονταν δίπλα της δεν ήταν πάντα, δεδομένο ότι θα ασχοληθεί με την υποκριτική. Στη συνέντευξή μας στο περιοδικό People, σε μία εκ βαθέων εξομολόγηση, μιλά για τα παιδικά της χρόνια και τι άλλο;- την ενασχόλησή της με το θέατρο.

«Ήμουν στο Δημοτικό. Ένα βράδυ Σαββάτου οι γονείς μου κάθονταν στο σαλόνι με κάτι φίλους και έπαιζαν χαρτιά. Πλησιάζω δειλά και τους λέω: “Όταν μεγαλώσω θα γίνω ηθοποιός”. Γέλασε η μάνα μου και μόλις έφυγαν οι καλεσμένοι μ’ έπιασε και μου είπε: “Εσύ ηθοποιός; Εσύ που προσπαθείς να πεις ποίημα στο σχολείο και σε πιάνουν τα κλάματα; Δεν τα λες εσύ, Μιρκάκι. Βρες κάτι άλλο”. Η Μίρκα μεγάλωσε και, σε πείσμα όλων, έγινε ηθοποιός. Πρώτο όνομα και μεγάλη θεατρίνα. Κι αν έχει διατηρήσει κάτι από το κορίτσι των παιδικών της χρόνων είναι η πεποίθηση πως στο τέλος όλα θα πάνε καλά. Ίσως και τα αναψοκοκκινισμένα από ντροπή μάγουλα κάθε φορά που ανεβαίνει στη σκηνή. Κι ας είναι πενήντα χρόνια ηθοποιός. «Ευτυχώς, με βάφει καλά ο Χαρίτος και δεν φαίνεται τίποτα» λέει μ’ αυτό το χαρακτηριστικό γέλιο της που εύκολα αναγνωρίζεις μέσα σε πολλά άλλα.

Γεννημένη στο Παγκράτι, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’40. «Το κορίτσι με την καλπάζουσα φαντασία». Έτσι έλεγαν οι δάσκαλοι στη μητέρα της. «Γιατί έγραφα συνέχεια ψεύτικες εκθέσεις. Μέχρι και φανταστικό χωριό, με βουνό και θάλασσα, είχα φτιάξει κάπου στην Ιτέα και δήλωνα ότι κατάγομαι από κει. Μια μέρα με σήκωσε η δασκάλα στον πίνακα και μου ζήτησε να της το δείξω στο χάρτη. Όλοι κατάλαβαν ότι δεν υπήρχε χωριό κι ότι το είχα βγάλει από το μυαλό μου». Μίρκα την ονόμασε η μάνα της από μια Τσιγγάνα ηρωίδα παραμυθιού. «Μαρία είναι το πραγματικό μου όνομα, της γιαγιάς μου. Της κόλλησε το Μίρκα από μια ρουμάνικη ιστορία που μου διάβαζε τα βράδια πριν κοιμηθώ. Να σημειώσω εδώ ότι τα τελευταία χρόνια μένω στο Βύρωνα, αλλά όποτε πάω για ψώνια στο Παγκράτι –γιατί έχω και τοπικισμό, βλέπεις– οι καταστηματάρχες με φωνάζουν ακόμη “Μιρκάκι” γιατί με ξέρουν από μωρό παιδί».

Παύση λίγων δευτερολέπτων, μια γερή γουλιά καφέ και… «Άτιμη, τι με βάζεις τώρα και κάνω. Σαν τις γριές κι εγώ που κάθονται στην πολυθρόνα και “Θυμάσαι τότε που…” ή σαν τους φαντάρους που αφηγούνται αναμνήσεις από το στρατό. Τέλος πάντων, τι λέγαμε; Ναι, για τα παιδικά χρόνια. Ωραία χρόνια. Είχα μια μεγαλύτερη αδελφή, που ήταν όμορφη, κοινωνική, η ψυχή της παρέας. Και από την άλλη, έβλεπες εμένα, να με κοροϊδεύουν όλοι, γιατί στις σχολικές γιορτές δεν μπορούσα να σταυρώσω λέξη. Πιο πιθανόν ήταν να γίνει η αδελφή μου ηθοποιός». Η Μίρκα σπουδάζει υποκριτική στη σχολή Θεοδοσιάδη. Τότε δύο ήταν οι κορυφαίες σχολές για σπουδές θεάτρου. Το Εθνικό και του Θεοδοσιάδη, με σπουδαίους καθηγητές, όπως ο Κώστας Χατζηαργύρης. Τα πρωινά εργάζεται σε μια μικρή διαφημιστική εταιρεία για το χαρτζιλίκι και σχετικά σύντομα έρχεται ο πρώτος ρόλος. Και τι ρόλος! Αυτός της Στέλλας στο Λεωφορείο ο Πόθος. «Μ’ έβλεπαν σε μια δουλειά και με σύστηναν στην επόμενη. Μη φανταστείς ότι είχα κανέναν γνωστό. Είναι, όμως, σαν ναρκωτικό το θέατρο. Μπαίνεις σε άλλες ζωές. Εκτονώνεσαι. Από την άλλη, θεωρώ υπερβολικό αυτό το “Εγώ θα πεθάνω στο σανίδι”. Σε κανένα σανίδι δεν θέλω να πεθάνω, σάμπως δεν υπάρχουν άλλα μέρη; Με μια καλή μου φίλη καθόμαστε και ανοίγουμε τέτοιες κουβέντες. Τη ρωτάω καμιά φορά “Εμένα, μόνη γυναίκα, ποιος θα με γηροκομήσει;”. Γελάς εσύ τώρα, αλλά εγώ δεν κάνω χιούμορ όταν τα λέω αυτά. Εκείνη έχει παιδιά, σκυλιά, εγώ τι έχω; Σκεφτόμασταν τις προάλλες τι ωραία που θα ήταν να είχαμε μια δική μας πολυκατοικία και να μέναμε όλοι μαζί, πάνω-κάτω, ούτως ώστε όποιος πάθει κάτι να έχει έναν άνθρωπο. Όχι για να ζητήσει λεμόνι ή αλάτι. Για κείνη την ώρα τη δύσκολη… Πολύ παρήγορο θα ήταν αυτό».

Πηγή: People