
ΑΠΘ: Η αόρατη μειονότητα των ΑμεΑ στα ελληνικά πανεπιστήμια – «Αυτό που ζητώ είναι να μπορώ να σπουδάσω» λέει φοιτητής με αυτισμό
Σε μία εποχή που η συμπερίληψη και η ισότητα θα έπρεπε να είναι αυτονόητες έννοιες, ο 23χρονος Γιώργος Τριανταφύλλου, φοιτητής στο Τμήμα Θεάτρου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που βρίσκεται στο φάσμα του αυτισμού, βρίσκεται αντιμέτωπος με την σκληρή πραγματικότητα. Η έλλειψη υποδομών και ψυχοκοινωνικής υποστήριξης για τα άτομα με αναπηρία, τον οδηγεί στο να σκέφτεται πάρα πολύ συχνά, να εγκαταλείψει τις σπουδές του. Δεν πρόκειται για μία βιαστική σκέψη ή άλλη μία δύσκολη στιγμή, αλλά μία καθημερινότητα που τον «πνίγει». Όχι από αδυναμία, αλλά από εγκατάλειψη, από το να παλεύει μόνος, να προσπαθεί να προσαρμόζεται σε ένα πανεπιστήμιο, το οποίο δεν μπορεί να του προσφέρει κάτι πολύ απλό: Το δικαίωμα να σπουδάσει.
Ρεπορτάζ: Κωνσταντίνα Χαϊνά
Πρόκειται για έναν νεαρό, ο οποίος καθ’ όλη την διάρκεια της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Κοζάνη, είχε παράλληλη στήριξη, και ήταν γεμάτος όνειρα και δημιουργικότητα. Ένα παιδί, που κατάφερε να μπει στο πανεπιστήμιο με τον ίδιο κόπο, το ίδιο άγχος και την ίδια ελπίδα, όπως όλοι. «Έναν χρόνο μετά, άρχισαν τα καταθλιπτικά επεισόδια. Και τον επόμενο χρόνο, κλάταρα…» αναφέρει στο enikos.gr ο Γιώργος Τριανταφύλλου. Από το προστατευτικό περιβάλλον του σχολείου, βρέθηκε μόνος στις φοιτητικές εστίες του ΑΠΘ. Μόνος, να προσπαθεί να ανταπεξέλθει, με ένα μυαλό που δεν σταματά. Μέχρι που κουράστηκε.
Σίγουρα, δεν φταίει ο ίδιος, αν και έτσι νιώθει. Φταίει, το γεγονός ότι πρέπει να βρίσκεται σε αίθουσες με 60-70 άτομα και να προσαρμοστεί, να αντέχει τα έντονα φώτα, τους ήχους, τα βλέμματα, όταν το σώμα και το μυαλό του δεν αντέχουν. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ανήκει και στα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα. Ένα ακόμη βάρος. Ακόμα ένα «γιατί» που τον οδηγεί στο χείλος της εγκατάλειψης. «Είμαι μέσα στην τάξη και δεν μπορώ να ελέγξω το μυαλό μου» λέει, και προσθέτει «γιατί τρέχει γύρω από τα τραύματά μου, την απογοήτευση, την στεναχώρια, τις στερεοτυπικές σκέψεις που δεν μπορώ να σταματήσω. Δεν μπορώ να παρακολουθήσω. Και τότε, μου δημιουργείται ένα αίσθημα αναξιότητας. Κατηγορώ τον εαυτό μου, και απορώ γιατί όλοι μπορούν να ανταπεξέλθουν, εκτός από εμένα, ενώ γνωρίζω πως δεν ισχύει γιατί έχω αγωνιστεί πολύ και νιώθω δυνατός».
Η δημόσια επιστολή στον πρύτανη του ΑΠΘ και στον υφυπουργό Παιδείας
Κάθε εξάμηνο ο Γιώργος είναι υποχρεωμένος να εξηγεί τα ίδια από την αρχή. Κάθε φορά, σε άλλους καθηγητές. Τίποτα δεν είναι ίδιο από αυτό που είχε στο σχολείο. Πριν από τρεις ημέρες, έστειλε δημόσια επιστολή στον Πρύτανη του ΑΠΘ, καθώς και στον υφυπουργό Παιδείας, Νίκο Παπαϊωάννου, «για να εκφράσω το πόσο έχω απαυδήσει απ’ το γεγονός ότι το να ανήκεις σε οιαδήποτε ευάλωτη κοινωνική ομάδα, είτε είναι αυτήν των χαμηλότερων οικονομικών στρωμάτων, είτε αυτήν των ΑμεΑ και να είσαι φοιτητής είναι εξαιρετικά επώδυνο. Ειδικά δε, όταν ανήκεις και στις δύο» όπως έχει γράψει.
«Έγραψα αυτή την επιστολή γιατί γνωρίζω τον εαυτό μου, ξέρω πώς μπορώ να λειτουργήσω, και πώς μπορώ να τελειώσω την σχολή. Εάν πραγματοποιηθούν αυτά που ζητώ, μπορώ να τελειώσω την σχολή μου και είμαι σίγουρος για αυτό» εξηγεί. Ο κύριος λόγος που τον ώθησε να γράψει την επιστολή, όπως λέει, πέρα από τους προφανείς, είναι επειδή συνέβη ένα περιστατικό με εργαζόμενο του πανεπιστημίου. «Του εξήγησα, λόγω και της θέσης του, ότι εγώ δεν μπορώ να παρακολουθήσω μαθήματα, -ενώ γνωρίζει ότι έχω διαγνωσθεί, και έχω αναφέρει στο παρελθόν όσα βιώνω, πχ πόνους, σύγχυση, δυσφορία σε αίθουσα με κόσμο- για να λάβω την απάντηση “μπορεί ένα άτομο σε αμαξίδιο να κάνει ξιφασκία;”. Αυτό είναι ντροπή. Ένιωσα ξεφτίλα, για το πώς μπορεί να ζήσει ένα άτομο με αναπηρία, στην Ελλάδα του 2025».
«Στο σχολείο ένιωθα σπουδαίος»
Ήταν Γ’ Δημοτικού, στο σχολείο, όταν διαγνώστηκε με το σύνδρομο Asperger. Με την παράλληλη στήριξη, πήγαιναν έξω από την τάξη μαζί και κάθονταν σε μία αίθουσα οι δυο τους, ενώ έκαναν και μάθημα. Του έλεγε «5 λεπτά θα με ακούς, και 5 λεπτά θα σε ακούω». «Ένιωθα πολύ χαρούμενος επειδή είχα εκείνη αλλά και ανθρώπους δίπλα μου. Ένιωθα σπουδαίος, ότι είχα υποστήριξη». Τα βασικά χαρακτηριστικά, είναι ότι τα ερεθίσματα που λαμβάνει, είναι πολύ πιο έντονα. «Μία φωνή, ένα φως, ένα βλέμμα, μπορεί να προκαλέσει τρομερή αποδιοργάνωση, ακόμη και πόνο στο σώμα. Από τις 24 ώρες της ημέρας, οι περισσότερες συνοδεύονται με πόνους. Είναι πολύ υψηλό το ποσοστό και η συχνότητα».
Μέχρι και το Λύκειο, είχε έναν άνθρωπο δίπλα του, που γνώριζε πώς να διαχειριστεί τα ξεσπάσματά του, ενώ στην συνέχεια, στο πανεπιστήμιο, παρόλο που οι συμφοιτητές του τον αγάπησαν, τον βοήθησαν και τον βοηθούν, ο Γιώργος ένιωθε βαθιά μοναξιά. Δεν ένιωθε άνετα να μιλήσει, να «τους πω τα δικά μου…». «Έχουν κι αυτοί τις ζωές τους, δεν είναι υποχρεωμένοι να ασχοληθούν με τα δικά μου προβλήματα» σκέφτηκε πολλές φορές. Ντρεπόταν, όπως λέει, να ζητήσει λίγη προσοχή, να πει «έλα να βγούμε λίγο από την τάξη», να ζητήσει δηλαδή, αυτό που για άλλους, είναι απλό. «Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να νιώθω υποδεέστερος. Ήταν πολύ εύθραυστη η ψυχοσύνθεσή μου, και μπορούσε ο οποιοσδήποτε να μου διαλύσει την διάθεση με μία λέξη. Άρχισα να φοβάμαι να πλησιάσω την σχολή, και να έχω μετατραυματικό στρες. Αυτά είναι χαρακτηριστικά που προκύπτουν από το τραύμα, είναι μία κατάσταση που δημιουργήθηκε λόγω όλης αυτής της δυσκολίας διαχείρισης της σχολής».
«Στις εστίες ένιωθα σαν να μου τρυπούσαν το δέρμα»
Η ζωή στις φοιτητικές εστίες, για πολλούς νέους, είναι γεμάτη ζωντάνια, παρέες, μουσική, νύχτες με φασαρία και θόρυβο. Για τον Γιώργο όμως, αυτή η καθημερινότητα μετατράπηκε σε βασανιστήριο. «Έμπαινα στο κτίριο και έπαιζε δυνατά μουσική. Μπορεί να ήταν 300 άτομα μαζεμένα. Ένιωθα σαν να μου τρυπούσαν το δέρμα», περιγράφει. Το πλήθος, ο θόρυβος, τα έντονα ερεθίσματα δεν ήταν απλώς ενοχλητικά — προκαλούσαν σωματικό πόνο. Ο ίδιος άρχισε να απομονώνεται, να επιστρέφει στην Κοζάνη, να αναζητά μόνο χώρους απόλυτης ασφάλειας. Κάθε βράδυ που η ένταση γινόταν αφόρητη, κατέφευγε στον φύλακα του κτιρίου για να τον ηρεμήσει — έναν άνθρωπο που, όσο πρόθυμος κι αν ήταν, δεν είχε ούτε την εκπαίδευση, αλλά ούτε και την ευθύνη. «Μετά ένιωθα βάρος κι εγώ ο ίδιος», λέει.
Για πολύ καιρό, ο Γιώργος πίστευε πως έφταιγε εκείνος. Πως η ζωή είναι απλώς σκληρή, και πρέπει να προσαρμοστεί. Όμως πλέον καταλαβαίνει πως έκανε λάθος — όχι επειδή ένιωσε αδύναμος, αλλά γιατί δεν μίλησε νωρίτερα, δημόσια. «Ένιωθα απλώς πως επιβιώνω. Και έτρεμα». Μέσα σε αυτή τη σιωπή, έμαθε ότι: Όσο σημαντική κι αν είναι η αλληλεγγύη των συμφοιτητών ή των καθηγητών — και όσο καλές κι αν είναι οι προθέσεις τους — δεν αρκούν. Όταν ένα παιδί έχει παρακολουθήσει για χρόνια το σχολείο με την υποστήριξη της παράλληλης στήριξης, είναι αδιανόητο το πανεπιστήμιο να του τη στερεί. Το κράτος, το ίδρυμα, οφείλουν να του προσφέρουν μια συνέχεια. Ο Γιώργος δεν ζητά ειδική μεταχείριση. Ζητά αυτό που δικαιούται: Να έχει τις ίδιες ευκαιρίες με όλους τους άλλους. Και αυτό, χωρίς ένα ουσιαστικό πλαίσιο υποστήριξης, απλώς δεν γίνεται.
«Αυτό που ζητάω είναι να νιώσω ισάξιος»
«Εάν είχα έστω παράλληλη στήριξη, θα με βοηθούσε πάρα πολύ, σε αρκετά μεγάλο βαθμό. Εγώ, ουσιαστικά θεωρώ πολύ σημαντικό να υπάρξει ένα τμήμα υποστήριξης στο ΑΠΘ – και όχι μόνο- το οποίο θα απευθύνεται σε άτομα με οποιαδήποτε αναπηρία. Να απαρτίζεται από όσους ειδικούς χρειάζεται, ώστε να δημιουργηθεί ένα τμήμα που θα έχει λόγο στην Σύγκλητο, στον τρόπο έκφρασης, ουσιαστικά να είναι ένα όργανο που θα μπορεί να εκπροσωπεί εμάς. Θα ήθελα να μην υπάρχουν εργαζόμενοι που χρησιμοποιούν εκφράσεις του τύπου “ένα άτομο που είναι σε αμαξίδιο δεν μπορεί να κάνει ξιφασκία”, ενώ μπορεί. Και εγώ εκείνη την στιγμή, ένιωσα πως τελικά είμαι εγώ ένα λάθος. Για αυτόν τον λόγο, ζητώ να υπάρχει ενημέρωση των καθηγητών και εργαζομένων του πανεπιστημίου ώστε να γνωρίζουν περισσότερα για τα ΑμεΑ, πρέπει να γίνουν ημερίδες. Να υπάρξει συζήτηση, συμπερίληψη. Να υπάρχει αμεσότητα, να ξέρεις ότι υπάρχει ένας χώρος, που νιώθεις ασφάλεια, τόσο στις εστίες, όσο και στο πανεπιστήμιο».
Ωστόσο, παρά τα εμπόδια που αντιμετώπισε και συνεχίζει να αντιμετωπίζει ο Γιώργος, «οφείλω να αναγνωρίσω πως αρκετοί καθηγητές στάθηκαν δίπλα μου, προσπαθώντας ειλικρινά να με κατανοήσουν και να με διευκολύνουν. Ξεχωριστή θέση σε αυτή την εμπειρία κατέχει η πρόεδρος του τμήματός μου, κα Σταυρακοπούλου, την οποία θεωρώ υποδειγματική. Ήταν η μοναδική καθηγήτρια – και ελάχιστοι ακόμα – της οποίας το μάθημα παρακολουθούσα με ενδιαφέρον, καθώς με τον τρόπο διδασκαλίας της και την διαχείριση της κατάστασης, προωθούσε την έννοια της συμπερίληψης, ενισχύοντας την επιθυμία μου για μάθηση».
Για τον Γιώργο, η ουσία δεν βρίσκεται στη λύπηση, αλλά στην ευκαιρία. Δεν ζητά να του χαριστεί κάτι, ζητά να του επιτραπεί να προσπαθήσει με τον δικό του τρόπο. «Αυτό που ζητάω είναι να μπορώ να σπουδάσω. Τελικά, μάλλον είναι εξωπραγματικό», λέει με πικρό χαμόγελο. Μιλά για την ανάγκη εξατομίκευσης στην εκπαίδευση — για τη δυνατότητα κάθε φοιτητής με αναπηρία να μπορεί να εξεταστεί, να παρακολουθήσει, να μάθει με τρόπο που να ανταποκρίνεται στις πραγματικές του δυνατότητες. «Αν κάποιος θέλει να σπουδάσει Ιατρική, δεν πρέπει να του το αρνηθούμε. Πρέπει να του δείξουμε τον δρόμο. Να προσαρμόσουμε το εκπαιδευτικό πλαίσιο στις ανάγκες του», και όχι να τον αναγκάζουμε να παλέψει σε έναν χώρο που ποτέ δεν χτίστηκε για να τον χωρέσει. Στο δικό του τμήμα, λέει, οι συμφοιτητές του στέκονται δίπλα του, δεν ανέχονται την αδικία. «Αλλά εγώ τη βιώνω την αδικία», επιμένει. Δεν υπάρχουν οι απαραίτητες υποδομές. Κάθε φορά που πηγαίνει στη σχολή, νιώθει πόνο — όχι μόνο σωματικό, αλλά ψυχικό. Και αυτός ο πόνος έρχεται από την ανάγκη του για κάτι τόσο απλό, τόσο αυτονόητο: «Να νιώσω ισάξιος. Να έχω μια θέση, ίση, μέσα στο πανεπιστήμιο. Εγώ θέλω να τελειώσω τη σχολή μου. Και θα την τελειώσω».
«Νιώθω πως έχει ανοίξει ένας διάλογος»
Αφού έγραψε την επιστολή του, ήρθε σε επαφή μαζί του ο Πρύτανης του ΑΠΘ, κ. Κυριάκος Αναστασιάδης, καθώς και ο υφυπουργός Παιδείας, κ. Νίκος Παπαϊωάννου. Και οι δύο του μίλησαν με διάθεση να ακούσουν, όπως λέει. «Ο Πρύτανης μου είπε ότι θα προσπαθήσει να το “δουλέψει”, πως στην δική του θητεία θα υπάρξει συμπερίληψη, και με έκανε να τον εμπιστευτώ. Επίσης έχει οριστεί συνάντηση για το Σάββατο με τον υφυπουργό, προκειμένου να συζητηθεί το θεσμικό πλαίσιο και οι δυνατότητες βελτίωσης. «Δεν μου είπαν κάτι σαφές», λέει ο ίδιος, «αλλά εκτιμώ το γεγονός ότι με κάλεσαν να συναντηθούμε. Νιώθω πως έχει ανοίξει, έστω και δειλά, ένας διάλογος». Και σε αυτόν τον διάλογο, εκείνος πια δεν νιώθει ότι μιλά μόνο για τον εαυτό του. Μιλά για όλους όσοι χρειάζονται στήριξη αλλά δεν την έχουν. Μιλά, με αξιοπρέπεια, για ένα δικαίωμα που δεν θα έπρεπε να ζητείται — αλλά να θεωρείται αυτονόητο.