Στις 2 Αυγούστου ο Χρήστος Ζωτιάδης έκλεισε τα 32 του χρόνια. Έχει το δυναμισμό ενός γνήσιου Λέοντα, ενώ ταυτόχρονα φαίνεται αρκετά κουλ και άνετος. Το ραντεβού μας δόθηκε ένα απόγευμα στο στούντιό του στο Ίλιον. Ο χώρος του έχει έντονη προσωπικότητα, ενώ σίγουρα η αισθητική του αναβαθμίζεται από το barbershop corner, στο οποίο υπάρχει μία καρέκλα, ένας καθρέφτης και τα ψαλίδια του, για να κρατά ζωντανή την αγάπη του για την κομμωτική, «ξεσπώντας» το ταλέντο του στους κολλητούς του – και στον εαυτό του.

«Στην περιοχή που μεγάλωσα, την Παλατιανή –μια περιοχή ανάμεσα στο Ίλιον και το Περιστέρι–, είχαμε πολλά “καλόπαιδα”. Από τότε ασχολιόμουν με τη μουσική και είχαμε αντιπαλότητες με άλλες μπάντες. Τζαμάραμε σε στούντιο. Είχα αγάπη για τη μουσική. Ως έφηβος άκουγα περισσότερο μέταλ, πέρασα από τη φάση της στόουνερ, αλλά ταυτόχρονα άκουγα και Justin Timberlake. Γυρίζαμε σπίτι από το σχολείο και ακούγαμε μουσική με την παρέα ατελείωτες ώρες. Δεν είχα μπλέξει σε άσχημες καταστάσεις, όμως πέρασα διάφορες περιπέτειες. Μου άρεσε το γκράφιτι, οπότε υπήρχε κυνηγητό. Το πιο σοβαρό ήταν όταν μία φορά μας είχαν πιάσει να κάνουμε γκράφιτι και μας πήγαν στο αστυνομικό τμήμα. Επίσης, στην περιοχή μας μαζευόμασταν ανά είκοσι άτομα σε ομάδες και παίζαμε σκληρό νεραντζοπόλεμο» μου διηγείται αφού με έχει ξεναγήσει στο χώρο.

Πώς ξεκίνησες να ασχολείσαι με τη μουσική;

Με είχαν πιέσει οι γονείς μου να μάθω κάποιο μουσικό όργανο. Στην έκτη δημοτικού ξεκίνησα πιάνο – έκανα επτά χρόνια. Μετά έπαιζα λίγο κιθάρα, όμως πάντα με κέρδιζε το τραγούδι.

Οι γονείς σου ήταν αυστηροί;

Όχι, ήταν πολύ ελεύθεροι, αν και ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός. Θυμάμαι ότι έλεγαν σε εμένα και τον αδελφό μου το κλασικό «αν δεν γυρίσετε μέχρι τις 12.00, θα σας κλειδώσουμε απέξω» αλλά στο τέλος ποτέ δεν το έκαναν. Ο πατέρας μου ήταν ιπτάμενος.

Έχεις κάνει καταχρήσεις;

Ο αθλητισμός με έσωσε από τις κακές παρέες. Έπαιζα μπάλα και έκανα αθλήματα επειδή το γούσταρα και όχι απλά για να έχω ένα ωραίο σώμα. Κάπνισα πρώτη φορά όταν πήγα φαντάρος. Ήμουν καπνιστής για ένα χρόνο, όμως το έκοψα όταν ένιωσα μια δυσκολία στον οργανισμό μου στο τρέξιμο. Τώρα είμαι κοινωνικός καπνιστής.

Πότε χτύπησες το πρώτο σου τατουάζ;

Στα 17 μου και φυσικά όχι με την έγκριση των γονιών μου. Το πρώτο που έκανα είναι στη μέση μου και γράφει «The Chosen». Μετά από ένα εξάμηνο που χτύπησα και το δεύτερο, στο αριστερό μου χέρι, με κατάλαβε η μητέρα μου. Τότε είχα το συνήθειο να κυκλοφορώ στο σπίτι μόνο με το εσώρουχο. Τριγυρνούσα με το μποξεράκι αλλά από πάνω φορούσα μια μακρυμάνικη μπλούζα για να το κρύψω. Με είδε η μάνα μου και μου είπε «είσαι ιδρωμένος, τι έχεις πάθει; Για βγάλε την μπλούζα σου». Έτσι το είδε. Το δεύτερο τατουάζ το έκανα για τον πατέρα μου. Γράφει «Grievance» (σ.σ. παράπονο). Το έκανα γιατί ο πατέρας μου με αποκαλούσε «το παράπονό μου» επειδή όταν γεννήθηκα ήταν σε πτήση και δεν ήταν παρών. Πολλά χρόνια μετά είδα στο όνειρό μου ότι μου το είχε γράψει εκείνος στο χέρι με κάρβουνο και πήγα και το χτύπησα. Όταν του εξήγησα γιατί το έκανα, κατάλαβα ότι κάπως του άρεσε, αλλά και πάλι ήθελε να το αφαιρέσω.

Ποια ήταν τα πρότυπά σου τότε;

Ήμουν ταγμένος στον David Beckham. Ό,τι έκανε στα μαλλιά του το έκανα και προσπαθούσα να τον αντιγράψω στον τρόπο που έπαιζε μπάλα. Ακόμα και τα τατουάζ, εκείνος τα έφερε στη μόδα. Θέλω να κάνω κι άλλα, άλλωστε έχω ακόμα αρκετό δέρμα «ελεύθερο». Μπορώ να πω ότι πλέον έχω εθισμό. Πάνω στο τρίμηνο θέλω να νιώσω αυτή την αίσθηση του πόνου του τατουάζ.

Συμβολίζουν όλα κάτι;

Όχι. Πλέον κάνω ό,τι μου αρέσει.

Η κομμωτική πώς μπήκε στη ζωή σου;

Τελείωσα Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Πειραιά. Έχω πάρει το πτυχίο μου. Όταν σπούδαζα, παράλληλα κούρευα τους φίλους μου, ενώ για να έχω τα δικά μου χρήματα δούλευα και σε ένα κατάστημα με ρούχα. Με την τότε σύντροφό μου θα ανοίγαμε κομμωτήριο και θα αναλάμβανα το αντρικό κομμάτι. Έτσι, πήγα σε μια σχολή για να μάθω τις γραμμές των κουρεμάτων. Στη συνέχεια έφυγα για ένα μήνα στο Λονδίνο, για να εξελίξω την τεχνική μου στο κούρεμα. Στα τέσσερα χρόνια που ήμουν στο κομμωτήριο αποφάσισα να φτιάξω το δικό μου χώρο, όπου βρίσκεται και το στούντιό μου – ακριβώς κάτω από το κομμωτήριο της τότε κοπέλας μου. Μέχρι σήμερα έχω διατηρήσει στο στούντιο μου ένα χώρο που υπάρχει μία καρέκλα και ένας καθρέφτης και κουρεύω τους δικούς μου ανθρώπους. Είναι το χόμπι μου. Επίσης, κουρεύομαι μόνος μου.

Με την πρώην κοπέλα σου, μιας και οι χώροι σας είναι ακόμα δίπλα, ποιες είναι οι σχέσεις σας;

Δεν έχουμε καμία επαφή. Η αλήθεια είναι πως δεν είναι εύκολο να μεταφερθεί το στούντιο. Έχω ρίξει προσωπική δουλειά, χρήματα και είναι ο χώρος μου. Μου αρέσει η ενέργειά του. Έχει φτιαχτεί με πολλή αγάπη.

Επαγγελματικά πώς μπήκες στο τραγούδι;

Πάντα υπήρχε η μουσική στη ζωή μου, από τις μπάντες που είχα στην εφηβεία μέχρι τα live που κάναμε με το συγκρότημα σε μαγαζιά. Στο χώρο, όμως, με έβαλε ο γυμναστής μου. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα είμαι στα μπουζούκια. Η πρώτη οντισιόν που πήγα ήταν στο σχήμα του Νίκου Βέρτη. Ο γυμναστής μου ήταν χορογράφος εκεί και με πίεσε να το δοκιμάσω. Ήμουν αρκετά αρνητικός. Το σνόμπαρα. Τελικά μου έκλεισε το ραντεβού για την οντισιόν. Πήγα και μπήκα στο χορό. Από τότε αγάπησα το χώρο. Για να κάνεις το όνειρό σου πραγματικότητα, αξίζει να κάνεις θυσίες. Δεν έχω καλύτερο από το να είμαι στο stage. Νιώθω ότι εκεί ανήκω.

Το 2009 έφτιαξες το συγκρότημα 719, σωστά;

Σωστά. Έχουν αλλάξει τα μέλη από τότε, μόνο η ιδέα σώθηκε. Τότε ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Εγώ ήμουν 23. Μαζί μου ήταν ένα παιδί που ήταν 18 και άλλο ένα που ήταν 25. Ήταν στη μέση ο στρατός, οι σπουδές… Δεν μπορείς να υπολογίσεις τις θυσίες που μπορεί και θέλει να κάνει ο καθένας. Τα τελευταία χρόνια είμαστε τρία μέλη: Στα ντραμς ο Αντώνης Γεωργακίου, στην κιθάρα ο Νίκος Χαλκίδης και στη φωνή εγώ.

Το συγκρότημα πήρε το όνομα από ένα λεωφορείο της περιοχής σου. Πού πήγαινες με αυτό;

Το έπαιρνα από το πατρικό μου και πήγαινα παντού. Στα φροντιστήρια, στις πρόβες, τις βόλτες. Ήταν το μέσο μας.

Ποια ήταν τα όνειρά σου τότε;

Τότε ονειρευόμουν να γίνω πιλότος. Όμως κόπηκα στις οφθαλμολογικές εξετάσεις – έχω μερική δυσχρωματοψία. Πέρασα μια μικρή κατάθλιψη, μου είχε στοιχίσει γιατί το ήθελα από παιδί, επηρεασμένος και από τον μπαμπά μου. Ο άνθρωπος που με έκοψε ήταν κολλητός φίλος του πατέρα μου. Και με το ποδόσφαιρο τα πήγαινα καλά. Έπαιζα στον Ακράτητο τότε που ήταν ακόμα στην Α’ Εθνική, αλλά τα παράτησα γιατί ήθελα να γίνω ιπτάμενος.

Διαβάστε όλη τη συνέντευξη στο People, που κυκλοφορεί μαζί με το Έθνος της Κυριακής.