
Φωτιά στην Αχαΐα: «Δεν άντεχα να μην νιώθω ασφαλής, ο ένας έσωσε τον άλλον» – Μαρτυρίες κατοίκων που βίωσαν τον πύρινο εφιάλτη
«Λάμβανα συνεχώς ειδοποιήσεις από το 112 στο κινητό μου, να εκκενώσω, όμως δεν ήξερα και δεν είχα πού να πάω». Διαφορετικές λέξεις, αλλά ίδιο μήνυμα απόγνωσης, από τρεις κατοίκους της Αχαΐας που περιγράφουν στο enikos.gr πώς βίωσαν τον πύρινο εφιάλτη παρακολουθώντας τις φλόγες να κατακαίνε τα πάντα στο πέρασμά τους, μέχρι που έφτασαν στα σπίτια τους. Για όλους, μέχρι και τώρα, λίγα 24ωρα μετά το ξέσπασμα της πυρκαγιάς, είναι δύσκολο να εξηγηθεί πως μία φωτιά που στην αρχή φαινόταν διαχειρίσιμη, έφτασε μέχρι τον αστικό ιστό, ενώ παράλληλα, καταγγέλλουν την παντελή έλλειψη οργάνωσης κατά τη διάρκεια της απομάκρυνσης των πολιτών, καθώς και την απουσία των πυροσβεστικών μέσων. «Οι κάτοικοι έσωσαν τον τόπο τους, ήταν σαν μία ανθρώπινη αλυσίδα» λένε χαρακτηριστικά.
Ρεπορτάζ: Κωνσταντίνα Χαϊνά
Η φωτιά ξεκίνησε νωρίς το μεσημέρι της Τρίτης (12/08) κοντά στα Μοιραίικα, πλησίον της βιομηχανικής ζώνης Πατρών. Στις 13:40 εστάλη το πρώτο μήνυμα από το 112 που αφορούσε την Αχαΐα, και καλούσε να εκκενωθούν 5 οικισμοί. Ακολούθησαν αλλεπάλληλες ειδοποιήσεις για την απομάκρυνση των κατοίκων και στην Πάτρα, μέχρι που η κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου, καθώς το πύρινο μέτωπο είχε εξαπλωθεί, και στα κινητά των κατοίκων έφτασε στις 21:16 νέο μήνυμα, για προληπτική εκκένωση στην περιοχή της Κάτω Αχαΐας. «Απομακρυνθείτε προς Πύργο Ηλείας» έγραφε συγκεκριμένα.
«Η κατάσταση εξαρχής ήταν τραγική. Μιλούσα με φίλους και γνωστούς που βρίσκονταν στην ΒΙΠΕ και άκουγα την φωτιά από το τηλέφωνο που έκαιγε. Κάποιοι έχασαν τα πάντα, ενώ άλλοι κατάφεραν να σώσουν το εργοστάσιό τους, γιατί οι ίδιοι το προστάτευσαν και φρόντισαν να μην καεί. Αφού η πυρκαγιά πέρασε στην βιομηχανική ζώνη, η οποία είναι ένα φρούριο, θεώρησα δεδομένο πως θα καούμε» αναφέρει στο enikos.gr κάτοικος του Άνω Αλισσού, η οποία ήταν μαζί με την ηλικιωμένη μητέρα της, και τα 2 σκυλιά τους. Στην συνέχεια, σύμφωνα με την ίδια, η πύρινη λαίλαπα κατευθύνθηκε προς τα Βραχναίικα και στην Αχαγιά, «γεγονός το οποίο είναι ξεκάθαρα μία κρατική αποτυχία. Εκείνη την στιγμή, πετούσαν 2 αεροσκάφη και 1 ελικόπτερο».
«Δεν είχαμε καμία ενημέρωση, δεν ξέραμε εάν θα καούμε ζωντανοί»
Από εκείνη την στιγμή και έπειτα, η φωτιά με ταχύτατους ρυθμούς, όπως λέει η ίδια κάτοικος, «ερχόταν κατά πάνω μας, μέσα σε ελάχιστες ώρες. Δεν μπορούσαμε όμως να καταλάβουμε πού ακριβώς ήταν η πυρκαγιά, γιατί υπήρχε παντού πυκνός καπνός. Επίσης, δεν είχαμε και καμία ενημέρωση, δεν ξέραμε εάν θα καούμε ζωντανοί, δεν γνώριζα τίποτα. Στην συνέχεια, έφτασε στο ποτάμι πάνω από τον Αλισσό, και ο μόνος λόγος που δεν καήκαμε εμείς, ήταν η μορφολογία του εδάφους, το γεγονός δηλαδή, ότι υπάρχει ένα ποτάμι και η φωτιά δεν μπορούσε να περάσει απέναντι». Τότε, με τον χρόνο να περνά, από τον Αλισσό το πύρινο μέτωπο συνέχισε προς Αχαγιά. «Τα πυροσβεστικά μέσα είχαν επικεντρωθεί στην βιομηχανική περιοχή, αφήνοντάς την να ξεφύγει. Η φωτιά κάποια στιγμή χωρίστηκε στα 2, ερχόταν προς εμάς, αλλά και έφευγε προς τα Βραχναίικα, που είναι σχεδόν δίπλα μας. Λέμε “τι γίνεται; Πώς θα την ελέγξουν;” Τίποτα δεν λειτούργησε, άλλη μία αποτυχία».
Η ίδια κάτοικος περιγράφοντας καρέ καρέ τις αγωνιώδεις στιγμές που δεν γνώριζε με σιγουριά εάν κινδυνεύει ή όχι, αναφέρεται στο 112, λέγοντας πως «μου έγραφε να φύγω. Κανείς όμως δεν φεύγει αμέσως, και κανείς δεν έφυγε. Ήμασταν εδώ, στον δρόμο, μιλούσαμε μεταξύ μας, και περιμέναμε να δούμε εάν θα φτάσει τελικά η φωτιά. Πέρασε η πυρκαγιά, ενώ ένα τμήμα έφυγε προς την Αχαγιά, ένα άλλο τμήμα κατέβηκε και έκαψε την Αλισσοράχη. Εκεί, εάν δεν έμεναν οι κάτοικοι στα σπίτια τους, θα είχαν καεί. Τα έσωσαν οι ίδιοι». Τότε, η ίδια επισημαίνει πως έχασε κάθε ορατότητα λόγω του μαύρου καπνού. «Δεν μπορούσαμε να δούμε τίποτα. Η μητέρα μου δεν ήθελε να φύγει από το σπίτι, αλλά την έπεισα και μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Τα μόνα πράγματα που πήρα ήταν ένα πιτζαμάκι και το πτυχίο μου, σκεπτόμενη την γραφειοκρατία, και πού θα μπορέσω να το βρω μετά εάν καταφέρω να σωθώ. Ο καπνός “έπεφτε” με δύναμη επάνω μας, δεν ξέραμε αν θα ζήσουμε. Σκεφτόμουν “τι να κάνω;”, δεν είχαμε νερό και ρεύμα από το πρωί για να ρίξω έστω λίγο με το λάστιχο. Οπότε, αναγκάστηκα να φύγω. Όταν μπήκα στο όχημα, σκέφτηκα ότι δεν πήρα ούτε μια φωτογραφία του πατέρα μου, τον οποίο, σαν σήμερα, έχασα. Σκέφτηκα, ότι εάν καεί το σπίτι, δεν θα έχω τίποτα δικό του».
«Δεν ήξερα πού να πάω, δεν άντεχα να μην νιώθω ασφαλής»
Στην συνέχεια, η κάτοικος του Άνω Αλισσού, μαζί με την μητέρα της, κατευθύνθηκαν μέχρι τα Νιφοραίικα, ώστε να δουν πού μπορούν να μείνουν για το βράδυ. «Δεν ήξερα τι να κάνω. Κάναμε τόσα χιλιόμετρα και τελικά δεν υπήρχε πουθενά να μείνουμε, αφού πριν από εμάς, είχαν φτάσει εκατοντάδες άνθρωποι που αγωνιούσαν για το ίδιο πράγμα». Παράλληλα, καταγγέλλει, πως μέσα σε όλο αυτό το χάος και τον πανικό, δεν συνάντησε κανέναν αρμόδιο που θα μπορούσε να της δώσει μία κατεύθυνση, δεν υπήρχε καμία απολύτως οργάνωση για το πού μπορεί να μετακινηθεί ώστε να είναι ασφαλής. «Ενώ φτάνουμε στην Κάτω Αχαΐα, ήρθε το 112 για εκκένωση προς Πύργο Ηλείας. Εκείνη ήταν η χειρότερη στιγμή για εμένα. Δεν είχα πού να πάω. Δεν ήξερα πού να πάω. Εάν φεύγαμε χιλιάδες κάτοικοι, με ποιον τρόπο θα γινόταν; Δεν υπήρχε κανείς να μου απαντήσει σε όλα αυτά. Ο Πύργος είναι 2-3 ώρες μακριά, δεν είχα καν το κουράγιο να οδηγήσω, και έτσι, άρχισα να ρωτάω τον κόσμο πού είναι η πυρκαγιά και εάν όντως κινδυνεύουμε και έχει φτάσει τόσο κοντά».
Παράλληλα, ανάμεσα στις τραγικές στιγμές που βίωσε, ήταν όταν πληροφορήθηκε πως η πυρκαγιά έχει φτάσει και κοντά στο νεκροταφείο. «Σκεφτόμουν ότι θα καεί ο πατέρας μου στον τάφο. Αυτές οι σκέψεις δεν έχουν καμία λογική. Ότι και να πω, θα είναι λίγο. Αφού είδαμε ότι η φωτιά δεν πέρασε ποτέ στην Κάτω Αχαΐα, και ότι η εκκένωση ήταν προληπτική, δηλαδή, όλα αυτά εμείς τα βιώσαμε… προληπτικά, αποφάσισα να γυρίσουμε προς το σπίτι το βράδυ. Καμία οργάνωση. Είχα τρελαθεί. Δεν άντεχα άλλο να μην νιώθω ασφαλής. Ήθελα να καθίσω σε ένα μέρος που να νιώθω ασφάλεια. Ώρες ατελείωτες το ένιωθα αυτό. Δεν ξέρω εάν θα συνέλθω ποτέ».
«Έσωσα το σπίτι μου με τα μπολ των σκυλιών»
Όταν έφτασε στο σπίτι της, και είδε πως δεν έχει γίνει στάχτη, υπήρξε μία στιγμιαία ανακούφιση. «Μπαίνουμε μέσα, σκέφτομαι, “ωραία, δεν καήκαμε”. Μόλις όμως πήγα στην πίσω πλευρά, βλέπω το διπλανό χωράφι να καίγεται και να υπάρχουν αναζωπυρώσεις. Σοκ. Βγήκα έξω τρέχοντας και σταμάτησα έναν περαστικό, από τον οποίο ζήτησα βοήθεια να κουβαλήσουμε τους 5 πυροσβεστήρες που είχα μέσα στο αυτοκίνητο. Μπαίνω στο σπίτι να πάρω τα κλειδιά, και τότε ακούω κάποιον να ουρλιάζει “φύγετε, θα καείτε ζωντανοί”. Αρχίζουν και οι εκρήξεις. Πίσω μου καιγόταν το χωράφι και μπροστά μου γίνονταν εκρήξεις, και εγώ να βλέπω μόνο μαύρο καπνό να έρχεται καταπάνω μου. Φώναζα ότι θα καούμε, το σπίτι ήταν περικυκλωμένο από τις φλόγες».
Ακολούθως, βγήκε για ακόμη μία φορά στον δρόμο, και προσπαθούσε να εξηγήσει σε όποιον περνούσε, ότι εάν ξεφύγει από το συγκεκριμένο χωράφι η φωτιά, θα καεί όλο το χωριό, όπως και πολίτες. «Ενημέρωσα και την αστυνομία ότι εάν δεν γίνει κατάσβεση, ο Αλισσός θα εξαφανιστεί από τον χάρτη. Δεν πήγε κανείς. Ενημέρωσα και την Πυροσβεστική, και μου έλεγαν πως δεν υπάρχουν μέσα να στείλουν. Συνέχισα να ψάχνω να βρω λύσεις, και τότε ένας επιχειρηματίας ήρθε με το τρακτέρ, και σώθηκε ο κόσμος. Εάν δεν επιχειρούσαν πολίτες με μπουλντόζες και μηχανήματα, το λέω με βεβαιότητα, τα θύματα θα ήταν αμέτρητα. Όλη την νύχτα επιχειρούσαν με κίνδυνο της ζωής τους, και της προσωπικής τους περιουσίας, και έφτιαχναν λωρίδες για να κοπεί η φωτιά. Το ίδιο έγινε και στην Καμενίτσα, όπου και εκεί, δύο άνθρωποι έσωσαν το χωριό ολομόναχοι, εκ των οποίων ο ένας κάηκε στα πόδια του. Μου είπε “έσωσα το σπίτι μου με τα μπολ των σκυλιών”. Απελπιστική κατάσταση. Και σε διαφορετική περίπτωση, ένας πολίτης έλεγε ότι είχε στην αποθήκη του αμέτρητους τόνους αλκοόλης. Βγήκε δημόσια και παρακάλεσε να τον βοηθήσουν γιατί η φωτιά πλησίαζε. Και τότε, κάτοικοι με μπουλντόζες σταμάτησαν την φωτιά».
Αφού ξημέρωσε, η ίδια επέστρεψε για ακόμη μία φορά στο σπίτι της και αντίκρισε το διπλανό χωράφι καμένο. «Το χειρότερο συναίσθημα για εμένα, και η μεγαλύτερη ντροπή που θα κουβαλάω μία ζωή, είναι ότι δεν έμεινα για να προστατεύσω τον σπίτι μου, ακόμη και με ένα κλαδί. Να παλέψω για αυτά που πήρα έτοιμα από την οικογένειά μου. Αν καιγόταν το σπίτι, δεν ξέρω εάν θα μπορούσα να ζήσω με αυτές τις τύψεις. Νιώθω ότι δεν έκανα τίποτα. Ντρέπομαι να πάω στον τάφο του πατέρα μου. Όποιος δεν το έχει ζήσει, δεν μπορεί να αντιληφθεί ούτε στο ελάχιστο την κατάσταση. Όσα ευχαριστώ και να πω στους ανθρώπους που έσωσαν το σπίτι μου δεν είναι αρκετά. Δεν μπορώ να φανταστώ τον πόνο των ανθρώπων που έχασαν το σπίτι τους, τα ζώα τους, τους κόπους μιας ζωής».
«Κάτοικοι με γεωργικά μηχανήματα επιχειρούσαν μες την φωτιά»
Από την πλευρά του, ο κ. Στάθης Αθανασόπουλος, κάτοικος της περιοχής Κάτω Αλισσός, κοντά στο τελωνείο Πατρών, όπου έγιναν παρανάλωμα του πυρός εκατοντάδες αυτοκίνητα, μιλώντας στο enikos.gr ανέφερε πως όταν η φωτιά ήταν σε επίπεδο «μπάρμπεκιου», μία φίλη του κάλεσε την Πυροσβεστική. «Ήρθε μετά από 1 ώρα, αλλά είχε δυναμώσει. Μας έλεγαν ότι δεν έχουν εντολές, και κάθονταν και την κοιτούσαν. Αυτό είναι εξοργιστικό, γιατί αργότερα, όπως είναι λογικό, ξέφυγε». Σύμφωνα με τον ίδιο, το μόνο που υπήρχε και ακουγόταν συνεχώς, ήταν το 112. «Πλέον, έχει καταντήσει απλά ένας ενοχλητικός ήχος στο κινητό. Κανένας δεν δίνει σημασία, γιατί έτσι το κατάντησαν».
Όσο περνούσε ο χρόνος, τόσο οι φλόγες γίνονταν όλο και πιο ανεξέλεγκτες και μη διαχειρίσιμες. Σε πολλά κομβικά σημεία, σύμφωνα με τον κ. Αθανασόπουλο, θα μπορούσε να είχε σταματήσει η φωτιά, αλλά υπήρχε παντελής έλλειψη πυροσβεστικών μέσων και οργάνωσης. «Δεν θέλω να τσουβαλιάσω κανέναν, προφανώς υπάρχουν πυροσβέστες και αστυνομικοί που με κίνδυνο της ζωής τους, κάνουν την δουλειά τους. Όμως, εγώ, δεν είδα κανέναν πυροσβέστη να επιχειρεί ενώ η πυρκαγιά απειλούσε και ήταν σε πλήρη εξέλιξη. Το μόνο που αντίκρισα, ήταν απελπισμένους κατοίκους, που με φορτωτές έκαναν απίστευτα πράγματα. Είδα ακραίες καταστάσεις. Κάποιοι κινδύνεψαν σοβαρά. Με γεωργικά μηχανήματα, με ό,τι είχε ο καθένας επιχειρούσε μες την φωτιά. Το μέτωπο ήταν από πάνω μας».
«Το σπίτι το σώσαμε στο χιλιοστό του χιλιοστού»
Την ίδια ώρα, τα μπλόκα που είχαν στήσει οι αστυνομικές δυνάμεις, όπως λέει ο κ. Αθανασόπουλος, δεν ήταν σωστά ενημερωμένα. «Δεν μας επέτρεπαν να μετακινηθούμε σε σημείο που δεν υπήρχε φωτιά, ενώ ο αδελφός μου στον Κάτω Αλισσό είχε δύο παιδιά, τα οποία μπορεί να είχαν καεί, και του έλεγαν “κάτσε εδώ”. Είναι δυνατόν να το λες αυτό σε έναν γονιό; Συνεχίσαμε εν τέλει και πήγαμε να σώσουμε τα θερμοκήπιά του. Μέχρι να κάνω το οτιδήποτε, η φωτιά ήταν στο δικό μου σπίτι, κοντά στα παράθυρα. Με πιάνουν κυριολεκτικά σηκωτό και με πηγαίνουν λίγο πιο πέρα. Έβαλα τα κλάματα, έβριζα… Έφυγα, αλλά έλεγα “ποιος έχει μείνει πίσω;”. Κανείς. Κατά την διάρκεια της πυρκαγιάς, όταν έδειχνε τα “δόντια” της, δεν είδα κανέναν πυροσβέστη. Τσαντίστηκα και γύρισα και πάλι στο σπίτι».
Ο κ. Αθανασόπουλος, απέφυγε ένα μπλόκο, έπεσε πάνω σε ένα άλλο, και κανένα από τα δύο δεν μπορούσε να τον ενημερώσει για το πού μπορεί να κατευθυνθεί. «Δεν μας έλεγαν που να πάμε. Έφυγα προς το σπίτι και για καλή μου τύχη, ήταν εκεί κάτοικοι με ένα χωματουργικό μηχάνημα. Τους φωνάζω, μπουκάρουν, σπάνε φράχτες, πόρτες, αυλές, σβήνοντας τα χοντρά και έπειτα εγώ προσπαθούσα να σβήσω όλες τις άλλες φλόγες με κλαδιά και ένα αλυσοπρίονο. Έμεινα ξύπνιος λόγω των αναζωπυρώσεων. Το σπίτι το σώσαμε στο χιλιοστό του χιλιοστού, γιατί είχα την τύχη να δω αυτά τα παιδιά μπροστά μου. Αν δεν ήταν εκεί, θα είχε γίνει στάχτη. Επειδή είχαν ενεργοποιηθεί οι πάντες, όσον αφορά πάντα τους πολίτες, δεν έχουμε θύματα. Τρέχανε όλοι παντού, να σώσουν ότι σώζεται. Ο ένας βούταγε τον άλλον. Συνέβησαν ανθρώπινα θαύματα, τουλάχιστον στην περιοχή μας. Έμπαιναν με τις μπουλντόζες στις φλόγες και τις σταματούσαν. Πραγματικά απίστευτο. Θαύμασα τον άνθρωπο».
Όπως λέει ο κ. Αθανασόπουλος, μόλις χθες κατάφερε να κοιμηθεί, λίγο πιο ήρεμος. Όσες φορές κι αν προσπάθησε νωρίτερα, έκλεινε τα μάτια του και έβλεπε εφιάλτες με εκρήξεις και λάμψεις. Χρειάστηκε να κάνει 4 φορές μπάνιο, για να φύγει η μαυρίλα της λαίλαπας από πάνω του. «Όταν ένιωσα καθαρός, συνειδητοποίησα και τα όσα είχαν συμβεί. Προσπαθήσαμε μόνοι μας, οι κάτοικοι έσωσαν τους κατοίκους».
«Δεν ήρθε κανένα πυροσβεστικό μέσο»
Ακριβώς η ίδια εικόνα επικρατούσε και στα Κάτω Συχαινά, με τον κ. Πάνο Παπαβασιλείου να τονίζει πως κάθε χρόνο καίγεται η περιοχή. «Έχουμε ζήσει 56 φωτιές», αναφέρει χαρακτηριστικά. «Η φωτιά ξεκίνησε στο απέναντι βουνό από το σπίτι μου, και ήταν πολύ μικρή. Κυριολεκτικά, θα μπορούσε να την σβήσει ένα πυροσβεστικό, εάν έφτανε τις δύο πρώτες ώρες. Δεν ήρθε κανένα. Δεν ήρθε ούτε ένα, όσο καιγόμασταν δύο ημέρες».
Όπως εξηγεί, επειδή η περιοχή έχει πληγωθεί δεκάδες φορές από τις φλόγες, δεν υπάρχουν δέντρα, παρά μόνο ελαιώνες και αγριόχορτα. «Αυτά κάηκαν και τώρα, αλλά είναι ακαθάριστα από τον δήμο, όλες οι εκτάσεις. Όσα καθάρισαν οι ιδιώτες, δεν κάηκαν, όπως και τα σπίτια. Η κατάσταση είναι τραγική, δεν έχουμε καν δρόμο να περάσουμε. Και δεν υπήρχε κανείς να σταματήσει την πυρκαγιά που γινόταν όλο και μεγαλύτερη. Ξεκίνησε στις 10:30 και έφτασε σε εμάς στις 16:00». Καλούσε συνεχώς την Πυροσβεστική, ο ίδιος, όπως και άλλοι κάτοικοι, και τους έλεγαν πως δεν υπάρχει πυροσβεστικό μέσο. «Όταν είπαμε ότι θα καούν τα σπίτια μας, μας είπαν “στέλνουμε”, αλλά και πάλι, δεν ήρθε ποτέ. Ακόμη και τώρα, αυτή την στιγμή, δεν έχει πατήσει κανένας από την κρατική και δημοτική υπηρεσία. Δεν γνωρίζουν καν τι έχει γίνει σε εμάς».
«Οι γείτονές μου πήγαν στο υπόγειο του σπιτιού τους, σαν τα ποντίκια»
Όσο οι φλόγες πλησίαζαν, ο κ. Παπαβασιλείου αποφάσισε με την οικογένειά του να φύγουν από το σπίτι, γιατί πλέον κινδύνευαν άμεσα. «Αν μέναμε εκεί, δεν νομίζω ότι θα καιγόμασταν, αλλά θα πεθαίναμε από ασφυξία. Μείναμε όμως μέχρι και την τελευταία στιγμή. Δεν μπορούσες να ανασάνεις, ο καπνός ήταν πολύ έντονος. Εν τέλει, κάηκαν 2 αποθήκες που είχαν μηχανήματα και εργαλεία μεγάλης αξίας, όπως και 6 ιστορικά αυτοκίνητα αντίκες, ένα σκάφος, και ένα μηχανάκι. Στο σπίτι μου, κάηκε ο πίσω τοίχος. Για να ξαναγίνει βιώσιμο, χρειάζονται περίπου 7-10.000 ευρώ. Τώρα, έχουμε ξεκινήσει να φτιάχνουμε τις βρύσες, όσες κάηκαν, και να σώσουμε όσα δέντρα επιβίωσαν. Δεν υπάρχει ρεύμα στην περιοχή. Ήταν και είναι σαν ταινία θρίλερ, και είναι η χειρότερη φωτιά που έχει σημειωθεί τα τελευταία 20 χρόνια. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα χωρίς νερό, και δεν ήρθε κανένα πυροσβεστικό, αλλά και καμία κατεύθυνση για να φύγουμε».
Περιγράφοντας τις δραματικές στιγμές, ο κ. Παπαβασιλείου αναφέρθηκε στους γείτονές του, οι οποίοι δεν μπορούσαν να μετακινηθούν, καθώς πρόκειται για δύο εγγόνια με την 90χρονη γιαγιά τους, η οποία αντιμετωπίζει αναπνευστικά προβλήματα. «Αποφάσισαν να μην φύγουν, όσο η φωτιά ήταν μακριά, για να μην την βασανίσουν. Όταν όμως έφτασε κοντά τους, εν τέλει αποκλείστηκαν, γιατί οι φλόγες περικύκλωσαν την περιοχή, και πήγαν στο υπόγειο του σπιτιού, σαν τα ποντίκια. Η πυρκαγιά πέρασε από το οικόπεδο, και εκείνοι δεν το ήξεραν».
Παράλληλα, καταγγέλλει πως αν και η περιοχή τους βρίσκεται 9 χλμ από την πλατεία Γεωργίου, από το κέντρο της Πάτρας, είναι παρατημένη. Κι όχι μόνο η δική τους, αλλά όσες δεν κατοικούν αρκετοί πολίτες. «Υπήρχε και υπάρχει αναλγησία από όλους τους φορείς. Πλέον, είμαστε φιλοξενούμενοι στον αδελφό μου και τα παιδιά είναι στην πεθερά μου, τα οποία σήμερα θα αντικρίσουν την κατάσταση και θα σοκαριστούν. Προσπαθούμε να μαζέψουμε τις πληγές μας, οι οποίες είναι πολλές. Ευτυχώς, μπορούμε να ξαναφτιάξουμε το σπίτι μας. Δεν θα έπρεπε όμως να σκεφτόμαστε έτσι. Να λέμε “ευτυχώς δεν καήκαμε”».