Το σπίτι του μυστηρίου στη Δάφνη: Δυνατοί κρότοι – Το οίκημα τρανταζόταν συθέμελα


Σπίτι του Μυστηρίου είχαν ονομάσει οι παλιοί Αθηναίοι ένα μικρό δίπατο κτίριο, που στο ισόγειό του στέγαζε ένα ταπεινό ταβερνάκι. Ιδιοκτήτης του ήταν ο Δημήτριος Λάμπρου, που στον επάνω όροφο έμενε με την οικογένειά του στην περιοχή Κατσιπόδι, που σήμερα πια ονομάζεται Δάφνη.

Ο Λάμπρου ζούσε μια ήσυχη ζωή με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, μέχρι τη στιγμή που η σύζυγός του πέθανε ξαφνικά και αναπάντεχα. Στενοχωρήθηκε για την απώλειά της, παρόλο που η μακαρίτισσα ήταν πάντα απότομη, νευρική και συχνά υστερική. Ιδιαιτέρως τον τελευταίο καιρό, οι σχέσεις τους είχαν κλονιστεί, γιατί διαφωνούσαν για το συνοικέσιο της κόρης τους.

Εκείνη αδιάλλακτα επέμενε να δώσει την κόρη της σ’ έναν νέο που είχε διαλέξει η ίδια, ενώ ο άντρας της αρνιόταν πεισματικά, θεωρώντας πως ο γαμπρός δεν ταίριαζε με την κόρη τους. Οι καυγάδες τους ήταν συνεχείς και εντονότατοι, ώστε ένα απόγευμα που η γυναίκα του είχε συγχυστεί πολύ, έπαθε συμφόρηση.

Ο θάνατος φυσικά της συζύγου του ήταν ατύχημα και βύθισε τον ταβερνιάρη σε μεγάλη λύπη. Η λύπη του όμως δεν άργησε να μετατραπεί σε τρόμο, λίγους μόλις μήνες μετά τον θάνατό της.

Μια νύχτα ο Δημήτρης Λάμπρου, καθώς κοιμόταν, άκουσε μέσα στον ύπνο του περίεργους κρότους. Πετάχτηκε αμέσως απ’ το κρεβάτι του, απορημένος και ανήσυχος. Περίμενε μήπως οι ήχοι επαναληφθούν, αλλά μάταια. Τη στιγμή που είχε πια πεισθεί ότι όλα ήταν αποκυήματα της φαντασίας του, τρεις βροντερότατοι κρότοι μαστίγωσαν τη νυχτερινή σιγή κι έπειτα, πολλοί κρότοι μαζί ακούστηκαν γρηγορότερα και δυνατότερα. Κατόπιν, έγινε και πάλι απόλυτη ησυχία.

Τότε, ο Λάμπρου έσπευσε να ειδοποιήσει την κόρη και τον μεγαλύτερο γιο του, που κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο, αλλά διαπίστωσε ότι είχαν ξυπνήσει κι αυτοί και ήταν εξίσου αναστατωμένοι και καταφανώς έκπληκτοι.

Αρχικά, νόμισαν ότι οι θόρυβοι είχαν προέλθει από τα οικόσιτα ζωάκια που εξέτρεφαν, όπως κουνέλια και κότες, αλλά σύντομα κατάλαβαν πως δεν ήταν αυτά η πηγή των ισχυρών ήχων.

Μετά από λίγο, το σπίτι άρχισε να σείεται από κρότους και τραντάγματα, που έμοιαζαν σαν να περπατούσε κάποιος με βαριά παπούτσια πάνω σε σανιδένιο πάτωμα, πότε αργά και στιβαρά και πότε βιαστικά και με πάταγο.

Η τρομοκρατημένη οικογένεια αποφάσισε ότι, μόλις ξημέρωνε, θα εγκατέλειπε προσωρινά το σπίτι.

Φεύγοντας για τη Θήβα, όπου αποφάσισαν να μείνουν εκεί για κάμποσο καιρό μέχρι να ηρεμήσουν, άφησαν πίσω τον μικρότερο γιο του Λάμπρου, ο οποίος είχε μόλις έρθει εκείνο το πρωί από το Κορωπί και δεν είχε ιδέα για το τι είχε συμβεί την προηγούμενη νύχτα στο σπίτι της οικογένειάς του.

O νεότερος γιος του ταβερνιάρη έμεινε εκείνο το βράδυ μόνος του στο σπίτι, εντελώς ανίδεος για τα μυστηριώδη φαινόμενα που συνέβαιναν εκεί τις νύχτες. Κουρασμένος από το ταξίδι της επιστροφής, κοιμήθηκε βαθιά από νωρίς.

Γύρω στα μεσάνυχτα όμως ξύπνησε ξαφνικά από περίεργους θορύβους, που τάραξαν τον ύπνο του και τον έκαναν να πιστέψει πως ήταν κάποιος μες στο σπίτι.

Σε λίγο, οι θόρυβοι έπαψαν τελείως και επανήλθε μια ανατριχιαστική σιωπή, που όμως κράτησε μόνο για μερικά λεπτά, ώσπου ισχυρότατοι κρότοι έκαναν το δίπατο οίκημα να τραντάζεται συθέμελα. Ο νεαρός Λάμπρου ένιωθε πως κάποιο γιγάντιο ρόπαλο γρονθοκοπούσε το κτίριο με τέτοια μανία, με αποτέλεσμα να βγει γρήγορα έξω, καθώς νόμιζε πως το σπίτι του ήταν έτοιμο να καταρρεύσει. Και τότε, σιγή… Έτσι, χωρίς να το καλοσκεφτεί, βρέθηκε να ψάχνει στο υπόγειο.

Προλαβαίνοντας να πάρει μιαν ανάσα ο νεαρός, πέρασε απ’ τον νου του η απίθανη σκέψη μήπως είχαν καταλάβει το σπίτι του φαντάσματα.

Πριν προλάβει να τελειώσει τη σκέψη του, μια δυνατή βοή σαν μονότονος, υπόκωφος συριγμός αντήχησε σε ολόκληρο το διώροφο οικοδόμημα, πείθοντας οριστικά τον νεαρό άντρα πως κάτι υπερφυσικό και ανεξήγητο είχε φωλιάσει μέσα στο πατρικό του.

Είχαν περάσει μερικές μέρες από τη νύχτα εκείνη, όταν ο Δημήτρης Λάμπρου αναγκάστηκε να γυρίσει μαζί με τον μεγαλύτερο γιο του, οπωροπώλη στο επάγγελμα, γιατί ο νεότερος γιος τούς είχε ειδοποιήσει ότι του ήταν δύσκολο να μπει μόνος του στο σπίτι, καθώς ήταν στοιχειωμένο.

Όλα τα βράδια που ακολούθησαν, ήταν ανησυχητικά τα ίδια: αναπάντεχοι κρότοι, βαριοί βηματισμοί, μακρόσυρτα βουητά και πανίσχυρα τραντάγματα που τους σήκωναν αλλόφρονες απ’ τα κρεβάτια τους.

Μια νύχτα, η κατάσταση επιδεινώθηκε. Ένα ψυχρό ρεύμα αέρα τους ξύπνησε γύρω στα μεσάνυχτα, αφήνοντας τα πρόσωπά τους ξυλιασμένα από το ψύχος. Παγωμένοι καθώς ήταν, έψαχναν να βρουν το παράθυρο που είχε μείνει προφανώς ορθάνοιχτο, αλλά εις μάτην… Τα πάντα ήταν διπλοκλειδωμένα, παράθυρα και πόρτες, ενώ το κορμί τους το περόνιαζε ένα ψύχος σχεδόν θανατερό.

Εκείνη ακριβώς ήταν η στιγμή, που ο πατέρας αποφάσισε πως έπρεπε επειγόντως να βρουν κάποιον να τους βοηθήσει.

Ήταν πια ολοφάνερο. Το σπίτι είχε αποκτήσει μια δική του, αλλόκοτη οντότητα, που έμοιαζε πως κούρνιαζε στα σανιδώματά του και στους θεμέλιους λίθους του.

Έτσι, η οικογένεια αποτάθηκε προς εξήγηση του φαινομένου στον Πρόεδρο της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών, Άγγελο Τανάγρα, ο οποίος μετέβη επανειλημμένως στο σπίτι του μυστηρίου μαζί με την επιστημονική ομάδα του.

Αφού ολοκλήρωσαν μια σειρά από εκτενείς έρευνες και επιτόπιες αυτοψίες, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως το σπίτι της οικογένειας Λάμπρου ήταν πραγματικά στοιχειωμένο.

Ο Άγγελος Τανάγρας επισκέφτηκε πολλές φορές το στοιχειωμένο σπίτι στη Δάφνη μαζί με την επιστημονική ομάδα του, όπου διεξήγαγαν σχετικές έρευνες για τα ανεξήγητα φαινόμενα που συνέβαιναν εκεί.

Μια από τις πιθανές θεωρίες για την πιθανή αιτία πρόκλησης αυτών των παραδοξοτήτων, σχετιζόταν με την κόρη του Δημήτρη Λάμπρου, που ίσως προκαλούσε όλα αυτά τα παραφυσικά δρώμενα, εξαιτίας του κακού και απότομου χαρακτήρα της (θεωρία του εμποτισμού).

Ο γνωστός μελετητής περιέγραφε τη νεαρή κοπέλα σαν “ένα περίεργο τύπο χωριάτικου κοριτσιού”. Ήταν αρκετά κοντή στο ανάστημα, με σκούρο, αλλά χλωμό δέρμα και μάτια ιδιαιτέρως μεγάλα και βλοσυρά. Δεν υπήρχε ίχνος ευγένειας και καλοσύνης σ’ εκείνο το άξεστο και ακατέργαστο νεαρό πλάσμα.

Η κόρη, μιλώντας με τους ερευνητές, τους εξήγησε με κάπως προκλητικά αδιάφορο τρόπο πως ναι μεν είχε ακούσει τους δυνατούς κρότους μέσα στο σπίτι της δύο φορές, αλλά δεν είχε τρομάξει καθόλου. Τους άφησε έκπληκτους, όταν τους είπε αποστομωτικά: “Εγώ δε φοβάμαι κανέναν! Μόνο τον Χάρο σκιάζομαι…”

Ο Άγγελος Τανάγρας έδωσε επίσης μεγάλη έμφαση στον ξαφνικό θάνατο της συζύγου του ταβερνιάρη, η οποία υπήρξε εν ζωή κι αυτή ένας τραχύς και άτεγκτος άνθρωπος. Μάλιστα, οι δύο σύζυγοι βρίσκονταν σε διάσταση τον τελευταίο καιρό πριν από το τέλος της γυναίκας. Δεν ήταν λοιπόν διόλου απίθανο να ήταν εκείνη που είχε στοιχειώσει το ίδιο της το σπίτι, προκειμένου να εξακολουθεί να βασανίζει τον δύστυχο ταβερνιάρη που είχε τολμήσει να εναντιωθεί στα σχέδια της για το μέλλον της κόρης τους και την επιλογή του αρραβωνιαστικού της.

Μετά από τις συχνές επισκέψεις του Τανάγρα και της ομάδας του, τα μυστηριώδη φαινόμενα αραίωσαν σταδιακά, ώσπου έπαψαν εντελώς να υφίστανται.

Η είδηση αυτή δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ”, στις 21/05/1929

Πηγή: strangepress.gr

πηγή



ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ!