
Συγκλονίζει η Μαρία Εκμεκτσίογλου: «Όταν έμαθε ότι πέθανε έβαλε φωτιά στο σπίτι, έκαψε το δωμάτιο του»
Η Μαρία Εκμεκτσίογλου έδωσε μία συνέντευξη στο περιοδικό «Down Town». Η γνωστή σεφ μίλησε και για την δυσβάσταχτη απώλεια του αδελφού της, ο οποίος ήταν 15 χρόνια μεγαλύτερός της και πέθανε την ημέρα της ονομαστικής του εορτής. Μάλιστα, εξομολογήθηκε πως δεν είχαν αποκαλύψει στη μητέρα της τον θάνατό του για δύο χρόνια και όταν τελικά το έμαθε έπαθε κρίση και έβαλε φωτιά στο σπίτι τους, θέλοντας να κάψει το δωμάτιό του.
Γεννήθηκες στην Κωνσταντινούπολη. Τι θυμάσαι από τα παιδικά σου χρόνια; Τι έχει χαραχθεί με γλύκα και τι αντίστοιχα με πόνο στην μνήμη σου;
Μεγάλωσα σε μια μεγάλη οικογένεια σε ένα παραμυθένιο σπίτι, με υπέροχες κουζίνες, που μαγείρευαν ασταμάτητα οι γιαγιάδες, οι προγιαγιάδες, οι θείες. Νοσταλγώ με πολύ αγάπη τις εκπληκτικές βεγγέρες μας. Θυμάμαι πάντοτε τις διακοπές μας τα καλοκαίρια στο σπίτι μας στα Πριγκηπόννησα. Πέρασα ονειρεμένα παιδικά χρόνια. Οι τραγικές στιγμές σημαδεύτηκαν με τις απανωτές απώλειες της ζωής μου. Έχασα πρώτα την προγιαγιά μου, τη στιγμή που την τάιζα κρέμα. Είχε ζητήσει από τη μαμά μου να της φτιάξει «μουχαλεμπί» (σ.σ. μία κρέμα με ροδόνερο) και επειδή εκείνη την ημέρα είχε πλυντήριο που τότε ήταν μία δύσκολη υπόθεση υπήρχαν στο σπίτι γυναίκες που τη βοηθούσαν. Έτσι μου έδωσε την κρέμα για να βοηθήσω την προγιαγιά μου την Πολυξένη να φάει. Πέθανε λοιπόν, ενώ την τάιζα και εγώ νόμιζα πώς κοιμήθηκε.
Είναι σοκαριστικό…
Ναι. Ήμουν πάρα πολύ μικρή και ακόμη έχω στην σκέψη μου εντονότατα σαν σε όνειρο την τελευταία στιγμή της. Θυμάμαι φώναξα τη μητέρα μου. Της είπα «Ενώ τάιζα τη γιαγιά, κοιμήθηκε». Σκέψου, τη μάλωνα! Της έλεγα: «Γιατί κοιμάσαι γιαγιά». Δεν ήξερα τι σημαίνει θάνατος.
Έπειτα ότι πιο τραγικό έζησα, ήταν το δυστύχημα του αδελφού μου. Είχαμε δεκαπέντε χρόνια διαφορά. Ήμουν δεκαέξι ετών και μέσα σε μία νύχτα «μεγάλωσα». Έγινα από παιδί γυναίκα. Ήταν για εμένα ένα κομβικό σημείο, που άλλαξε όλη τη ζωή μου. Αργότερα έχασα τη μαμά μου. Στις τόσες πολλές οδύνες, η χαρά ήρθε με τη γέννηση των παιδιών μου.
Μου αναφέρεις πώς ενηλικιώθηκες ουσιαστικά μέσα σε μία στιγμή και αντιλαμβάνομαι πόσο βαθιά σε επηρέασε αυτή η απώλεια…
Την ημέρα που έμαθα για το δυστύχημα, βρισκόμουν στην Θεσσαλονίκη. Είχα μετακομίσει για να συνεχίσω εκεί τις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου και να μείνω κοντά στον αδελφό μου. Στις 26 Οκτωβρίου, την ημέρα του Αγίου Δημητρίου, επειδή γιόρταζε αποφάσισε με την παρέα του τις συζύγους και τα παιδιά τους να πάνε στα μπουζούκια στην Αθήνα. Εγώ μαζί με δύο ξαδέρφια μου θα πήγαινα στην Χαλκιδική. Το δυστύχημα έγινε την νύχτα και το επόμενο πρωί με ειδοποίησε η νύφη μου, η οποία ήταν τραυματισμένη.
Το μόνο που ρώτησα τους γιατρούς ήταν αν πόνεσε και μου απάντησαν πώς δεν κατάλαβε τίποτα. Ήταν ακαριαίο. Αυτός ο διάλογος έμεινε για πάντα χαραγμένος στην καρδιά μου.
Ο αδελφός μου ήταν για μένα το ίνδαλμα μου, ο ήρωάς μου, ο άνθρωπος που λάτρευα. Μια ψυχή ζωντανή, έντονη, ένας άνδρας που έφθανε με το ιστιοφόρο από τη Θεσσαλονίκη, ως τον Εύξεινο Πόντο και δεν τον ένοιαζε αν είχε καταιγίδες ή αέρα. Ένας άνθρωπος που πήγαινε σε πρωταθλήματα ταχύτητας μοτοσικλετών σκοτώθηκε σε ένα δυστύχημα, που το κοντέρ έγραφε 60 χιλιόμετρα.
Αισθάνεσαι ότι κάποια γεγονότα είναι μοιραία να συμβούν στη ζωή κάθε ανθρώπου;
Το πιστεύω ακράδαντα. Ήταν, όπως λέμε, το «κισμέτ» να συμβεί. Τα πάντα θεωρώ πώς είναι προγραμμένα στη ζωή μας. Πιστεύω στο Θεό και στην συνέχεια… Βέβαια στην ψυχή μου ο αδελφός μου ζει σε μία «δύσβατη» και τόσο μακρινή χώρα, που είναι αδύνατον να τον επισκεφθώ. Επειδή επίσης δεν τον είδα να μεγαλώνει, για εμένα είναι πάντα τριάντα χρονών, έτσι όπως τον έχω στο μυαλό μου στην τελευταία μας φωτογραφία, που κρατούσε στους ώμους του το γιο του στο λούνα παρκ. Δεν πήγα στην κηδεία του, δεν τον οδήγησα στην τελευταία του κατοικία, γιατί ήθελα μέσα μου να αισθάνομαι ότι ζει.
Το τραγικό επίσης ήταν πώς η μητέρα σου τα πρώτα χρόνια δεν έμαθε για το θάνατο του.
Ναι! Το τραγικό είναι ότι λέγαμε ψέματα στη μαμά μου για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα γιατί ήταν ο λατρεμένος της γιος. Είχε τεράστιο δέσιμο μαζί του. Ήταν ο μοναχογιός της, ο γιόκας της. Παίζαμε θέατρο για δύο χρόνια. Αρχικά της είπαμε πώς ήταν σε νοσοκομείο στην Αθήνα και έπειτα πλάσαμε ένα φανταστικό ταξίδι στην Αμερική. Η μητέρα μου ήθελε σαν τρελή να έρθει στην Ελλάδα και συνέχεια βρίσκαμε μία αιτιολογία για να μη συμβεί.
Πιστεύεις ότι βαθιά μέσα της αντιλήφθηκε, ότι της λέγατε ψέματα;
Ναι. Εκείνη την περίοδο ξεκίνησαν τα προβλήματα υγείας της. Άρχισε να παθαίνει γαστρορραγίες, είχε ενοχλήσεις στην καρδιά. Όταν τελικά έμαθε ότι πέθανε «τρελάθηκε» από τον πόνο της. Έπαθε κρίση και έβαλε φωτιά στο σπίτι. Έκαψε το δωμάτιο του. Ανέβηκε στον τελευταίο όροφο που ήταν τα μουσικά όργανα του αδελφού μου -γιατί ήταν ζωντανή ορχήστρα, έπαιζε ντραμς, κιθάρα, ακορντεόν- και έβαλε φωτιά. Έκαψε τα πάντα, τα ποιήματα του, κάτι κασετόφωνα που είχε για να τραγουδά. Έκαψε τον τελευταίο όροφο και τον ακριβώς από κάτω που ήταν τα δωμάτιά μας. Χάθηκαν όλες οι αναμνήσεις μου, τα πόστερ μου, τα λευκώματά μου, οι συλλογές από περιοδικά, από πεταλούδες, από λουλούδια, οι κούκλες μου τα κουκλόσπιτά μου. Όλα κάηκαν σαν να έπρεπε να εξιλεωθούν για τον πόνο της.