
B.D. Foxmoor: «Η μάνα μου με γέννησε πάνω σε τραπέζι ταβέρνας όπου έπαιζε ο Ζαμπέτας»
Από τον Μαρίνο Βυθούλκα,
Από την γειτονιά στο Πέραμα και τα αποδυτήρια της Εθνικής Μπάσκετ, οικότροφος στο Ξενία της Πάρνηθας, ο Μιχάλης Μυτακίδης περιγράφει στο People την συναρπαστική του διαδρομή, την δημιουργία των Active Member, αυτό που τον πονάει ακόμα και σήμερα, αλλά τον καθοριστικό ρόλο που παίζουν στη ζωή του η γυναίκα του και τα τρία του παιδιά.
«Γεννήθηκα στο ραντεβού της νύχτας με τη μέρα, μια ζεστή Αυγουστιάτικη Δευτέρα. Τα όνειρα ήταν λίγα, τα λόγια ήταν πολλά και όλοι νιώθανε καλά», λένε οι στίχοι του αυτοβιογραφικού τραγουδιού «Άκου μάνα», που έγραψε το 1994. Ήταν 21 Αυγούστου του 1967, όταν ήρθε στον κόσμο. Έναν κόσμο εντελώς διαφορετικό από αυτόν που βλέπει σήμερα. «Μεγάλωσα στο Πέραμα, μια γειτονιά με χαμηλά σπιτάκια και αυλές, που φτιάχτηκε από πρόσφυγες. Οι ντόπιοι φρόντισαν να νιώθουμε πρόσφυγες. Μας έλεγαν τουρκόσπορους. Παρόλα αυτά, αφομοιωθήκαμε. Εκεί μεγάλωσα, εκεί πήγα σχολείο και εκεί μένω ακόμα», μου εξηγεί ο B. D. Foxmoor, κατά κόσμον Μιχάλης Μυτακίδης. «Μάλιστα έχω και την εξής κατάρα: Αναγκάστηκα να αγοράσω το πατρικό μου. Πρέπει να μου κάνουν ένα άγαλμα σε μια πλατεία, γιατί είμαι ο μαλάκας της γειτονιάς», συμπληρώνει με χιούμορ. Οι γονείς του Μιχάλη χώρισαν σχετικά νωρίς κι εκείνος μεγάλωσε με την γιαγιά του. «Είχα επιλέξει να μένω μαζί της, γιατί ήταν συγκλονιστική περίπτωση ανθρώπου και μου βγήκε σε καλό».
«Παρότι η μαγειρική ήταν μια λύση ανάγκης , την αγάπησα»
Στο Πέραμα της δεκαετίας του 1970, τα σπίτια ήταν ξεκλείδωτα και τα παιδιά έπαιζαν άφοβα στην γειτονιά. «Δεν υπήρχε φόβος. Εξάλλου, μέσα στα σπίτια δεν υπήρχε και κάτι να κλέψεις. Τι να πάρεις; Το γιασεμί από την αυλή; Από εκείνη την εποχή έχω να θυμάμαι πολλές γοητευτικές ιστορίες, από αυτές που λένε στα παραμύθια και φροντίσαμε εμείς οι ίδιοι να σκοτώσουμε. Το 50% της μνήμης μου είναι από αφηγήσεις άλλων. Από παιδάκι άκουγα ιστορίες από τους παππούδες, τις γιαγιάδες και τις θειάδες μου. Επειδή δεν μπορούσαν να σου αφήσουν κάτι άλλο, άφηναν για κληρονομιά τις ιστορίες τους, με μια ανησυχία κιόλας αν θα τις κατανοήσεις, αλλά και αν τις παρεξηγήσεις», περιγράφει. Μεγαλώνοντας και έχοντας ως παρακαταθήκη αμέτρητες ιστορίες και εικόνες, ο Μιχάλης έψαχνε να βρει τον τρόπο ώστε να πάρει τη ζωή στα χέρια του και να φύγει από την γειτονιά. «Δεν χρειαζόμασταν εγγυήσεις για να φύγουμε. Ορισμένοι, φάγαμε τα μούτρα μας και σχεδόν όλοι ξαναγυρίσαμε». Η πρώτη φορά που έφυγε ήταν σε ηλικία 16 ετών, όταν αποφάσισε να σπουδάσει στην Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων. «Εκείνη την περίοδο έπαιζα μπάσκετ. Μάλιστα είχα περάσει και από τα κλιμάκια της Εθνικής ομάδας. Το όνειρό μου ήταν να μπω στην Γυμναστική Ακαδημία και να γίνω αθλίατρος. Αυτό, όμως, κατέρρευσε μέσα σε ένα καλοκαίρι. Δεν είχα την πολυτέλεια να περιμένω, καθώς έπρεπε να κάνω κάτι ώστε να σπουδάζω και να δουλεύω συγχρόνως. Γι αυτό και αποφάσισα να ασχοληθώ με την μαγειρική. Την πρώτη χρονιά, ήμουν οικότροφος στο Ξενία στην Πάρνηθα, ενώ την δεύτερη πήγα στην Ανάβυσσο. Σκέψου ήμουν ένα 16χρονο παιδί, ανάμεσα σε 25άριδες». Ο Μιχάλης είναι από τους καλούς σπουδαστές, στο ίδιο έτος με τους Γιάννη Μπαξεβάνη και Γιώργο Κλειδαρά. Του αρέσει να πειραματίζεται με τις γεύσεις και μαθαίνει nouvelle cuisine. «Παρότι η μαγειρική ήταν μια λύση ανάγκης, την αγάπησα».
«Άκουσα μουσική χωρίς εμμονές»
Πάντα προσαρμοστικός, βρίσκει τρόπους να επιβιώνει ανάλογα με τις συνθήκες. Αποφοιτώντας από την σχολή, εργάζεται σε ξενοδοχεία και σε ηλικία 20 ετών, ανοίγει το πρώτο του μαγαζί στην γειτονιά. «Είχα μαζέψει κάποια χρήματα και ήθελα να κάνω gourmet bistro στο Πέραμα. Από συγκεκριμένους ανθρώπους και φίλους βρήκα ανταπόκριση», εξηγεί. Εξαιτίας ενός θέματος με την υγεία του, ύστερα από λίγο καιρό το μαγαζί κλείνει. Βέβαια, πάντα και μέσα σε όλα υπάρχει και η μουσική στην ζωή του. «Η μουσική ήταν το ταίρι μου, ο κολλητός μου, οι παραστάσεις, οι εικόνες και τα ταξίδια μας. Ήμουν από την γενιά των ανθρώπων που άκουσε μουσική χωρίς εμμονές. Οδηγηθήκαμε σε μουσικούς δρόμους που επιλέξαμε», εξηγεί. Η ελληνική λαϊκή μουσική είναι ουσιαστικά το soundrtack της πρώτης περιόδου της ζωής του, με το που θα βγει από την κοιλιά της μητέρας του. Κυριολεκτικά. «Είχαν βγει οι γονείς μου σε ένα μαγαζί όπου έπαιζε ο Ζαμπέτας. Η μάνα μου με γέννησε πάνω στο τραπέζι εκείνης της ταβέρνας. Χόρευε, έκαναν όλοι στην άκρη και με γέννησε. Βγήκα σε γλέντι, γι αυτό και με βλέπεις έτσι! Μάλιστα, η ταυτότητά μου γράφει, ως τόπο γέννησης το Πέραμα και όχι την περιοχή κάποιου μαιευτηρίου». Γεννημένος δίπλα από το μπουζούκι του Ζαμπέτα, ο δρόμος προς την μουσική ήταν μάλλον μονόδρομος.