«Μου πήρε 30 χρόνια για να σταματήσω να τον φοβάμαι»: Θύμα ενδοοικογενειακής βίας εξηγεί «γιατί δεν έφυγε»


Παρά την υποτιθέμενη συλλογική ευαισθησία της σημερινής Διεθνούς Ημέρας για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών, οι ίδιες κοινότοπες ερωτήσεις και τα ίδια επιπόλαια σχόλια στα social media επιστρέφουν επίμονα, σαν ψίθυροι καταδίκης: «Γιατί δεν έφυγες;», «Γιατί το ανέχεσαι;», «Γιατί κάθεσαι και τις τρως;», «Είσαι άξια της μοίρας σου». Λόγια που συχνά γράφονται ακόμη και από γυναίκες, αποκαλύπτοντας μια κοινωνία που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τα θύματα με καχυποψία. Η Κατερίνα* άνοιξε σήμερα το κινητό της και βρέθηκε ξανά απέναντι σε αυτές τις σχεδόν «ασφυκτικές» απορίες. «Εμένα μου πήρε 15 χρόνια να φύγω, και 30 χρόνια για να σταματήσω να τον φοβάμαι», μου είπε, μιλώντας για τον κακοποιητή της, με τον οποίο εξακολουθούν να ζουν στην ίδια πόλη, στην επαρχία.

Ρεπορτάζ: Κωνσταντίνα Χαϊνά

Η Κατερίνα έφαγε το πρώτο χαστούκι, όταν ήταν 20 ετών, αφού είχαν δώσει λόγο, για να αρραβωνιαστούν. «Μέσα μου, έλεγα, “τι δουλειά έχεις εσύ με αυτόν τον άνθρωπο; Μπορούσα να φύγω, αλλά δεν έφυγα». Δεν το έκανε συνέχεια λέει, εκείνος ζήτησε συγγνώμη, για να την χτυπήσει ξανά, έναν χρόνο αργότερα. Οι φωνές και η βία εμφανίζονταν κυρίως όταν έβγαιναν έξω. Φασαρίες μπροστά σε κόσμο, σκηνές ζηλοτυπίας για ένα απλό βλέμμα ή μία καλησπέρα. «Μου έλεγε “αυτός γιατί σου μίλησε;”, ενώ εγώ είχα τους φίλους μου, τις παρέες μου. “Τώρα είσαι αρραβωνιασμένη, θα βγαίνουμε μόνο μαζί”». Και ουσιαστικά έτσι έγινε, της στέρησε τον χώρο της, μετά τους ανθρώπους της, και στο τέλος τον ίδιο της τον εαυτό.

Όσο σπούδαζε σε μία πόλη της επαρχίας, έμεινε έγκυος όταν ήταν 22 ετών. «Τότε με χτύπησε ξανά, πάνω σε μία συζήτηση που κάναμε και σχεδιάζαμε το σπίτι μας, το οποίο, χωριζόταν ουσιαστικά μέσω μίας πόρτας, και σε έναν άλλον χώρο έμεναν οι γονείς του. Του είπα “τελικά τα σχέδιά μας δεν έγιναν όπως τα λέγαμε”, και τότε με χαστούκισε». Εκείνος, ζήτησε ξανά συγγνώμη, της είπε ότι όταν μαζέψουν χρήματα, θα φύγουν από εκεί. «Είχα φτιάξει τότε τα πράγματά μου για να φύγω από το σπίτι, αλλά έμεινα».

«Αποκόπηκα από όλους»

Όταν εν τέλει η Κατερίνα έφυγε για πρώτη φορά από το σπίτι που είχε μετακομίσει με τον κακοποιητή της, ο γιος της ήταν 40 ημερών. Είχε πάει εκκλησία, και στην συνέχεια επισκέφθηκε τον άντρα της στην εργασία του. «Τον έπιασα να με απατά. Γύρισα σπίτι, γύρισε και εκείνος και μου είπε “τι δουλειά έχεις να βγαίνεις έξω με το παιδί, μόνη σου;”. Του είπα ότι χωρίζουμε, πήρα τηλέφωνο τον πατέρα μου για να έρθει να με πάρει και να πάμε στο πατρικό μας». Ο άντρας της, την ακολούθησε μαζί με τους γονείς του. Της ζήτησε ξανά συγγνώμη και την παρακαλούσε να γυρίσουν στο δικό τους σπίτι. «Του έλεγα “αν όλη μου η ζωή είναι ξύλο, θέλω να χωρίσουμε”. Εκείνος, είχε εκμεταλλευτεί μέχρι και το πένθος του για τον αδελφό του, ως δικαιολογία. Αλλά, πάλι δεν έφυγα, αντιθέτως, γύρισα».

Από εκεί και πέρα, όπως λέει, η ζωή τους ήταν «6 μήνες τέλειοι, 6 μήνες κόλαση». Ήταν στο ίδιο σπίτι με έναν σύζυγο βίαιο, τοξικό, εγωιστή, προς όλους, αλλά και σε εκείνη. «Για να μην έχω φασαρίες, και να είμαι ήρεμη, αποκόπηκα από όλους. Έμεινα στο σπίτι, μόνο με τον γιο μου, δεν πήγαινα πουθενά χωρίς τον άντρα μου. Αλλά, όπως είπα και νωρίτερα, ακόμη και όταν βγαίναμε μαζί, γινόταν πανικός. Όταν έπινε, γινόταν άλλος άνθρωπος».

Το αποκορύφωμα ήταν όταν έμεινε έγκυος στην κόρη της, και είχε πει στον εαυτό της πως όταν γεννηθεί το δεύτερο παιδί θα χωρίσει. «Όταν χρειάστηκε να πάω στο νοσοκομείο για να γεννήσω, εκείνος ήταν στην Θεσσαλονίκη με άλλη γυναίκα. Δεν ήταν καν μαζί μου, την στιγμή που γεννούσα την κόρη μας. Ήρθε την επόμενη μέρα. Πάλι μου ζήτησε συγγνώμη, και τελικά, εγώ πάλι δεν έφυγα».

«Με ξυπνούσε και με έδερνε γιατί δεν είχε φράουλες στο ψυγείο»

Στη συνέχεια, ο σύζυγος της Κατερίνας που απασχολούνταν επί χρόνια στην εστίαση, κατάφερε να βγάλει αρκετά χρήματα. «Τότε, έγινε ένα τέρας» λέει. Άρχισε να γίνεται κακοποιητικός απέναντι και στον πατέρα του, ποτέ όμως, στη μητέρα του. «Εγώ από την πλευρά μου, ήμουν ένα ζόμπι μέσα στο σπίτι. Απλώς υπήρχα. Δεν ήμουν χαρούμενη, ζούσα με τον φόβο και κάθε φορά που ξάπλωνα σκεφτόμουν “Θεέ μου, πώς θα γυρίσει…”. Όταν έφευγε ταξίδια για την δουλειά του, τότε ήμουν χαρούμενη, παρόλο που ήξερα πως με απατούσε. Όταν ήμουν μόνη μου διακοπές με τα παιδιά μου, τότε ήμουν ευτυχισμένη. Αλλά αυτά διαρκούσαν μόλις λίγες ημέρες».

Με τα χρόνια να περνούν, η Κατερίνα δεν ασχολήθηκε ποτέ επαγγελματικά με το αντικείμενο το οποίο σπούδασε, αλλά αποφάσισε να ανοίξει έναν παιδότοπο, εφόσον και ο σύζυγός της, της το επέτρεψε, όπως λέει. Η αλήθεια είναι, πως η επιχείρηση πήγαινε πολύ καλά. «Εκείνος όμως, δεν χαιρόταν. Μου έλεγε “αν δεν ήμουν εγώ, τι θα ήσουν; Αν δεν ήσουν γυναίκα μου, ποιος θα ερχόταν;”, παρόλο που ήταν ξεκάθαρα μία προσωπική μου επιτυχία αυτό το μαγαζί».

Μέχρι που έπειτα από όλα αυτά, έφτασε σε σημείο κατάθλιψης και διαρκούς φόβου. «Είναι ένας απερίγραπτος συνδυασμός. Κοιτούσα το ταβάνι και δεν με ένοιαζε τίποτα, ούτε καν που με έδερνε, γιατί το είχα συνηθίσει. Δεν με πείραζε το ξύλο, ακόμη και τώρα που το λέω φωναχτά, σκέφτομαι πως κάποτε με ξυπνούσε και με έδερνε, γιατί δεν είχε στο ψυγείο φράουλες. Το μόνο που έλεγα στον εαυτό μου, ήταν ότι δεν θέλω φωνές. Πώς θα γινόταν αυτό; Εάν έκανα ό,τι ήθελε, αλλά, ούτε αυτό τον ικανοποιούσε. Αυτός ο άνθρωπος, ήταν σαν να ήθελε να με αποτελειώσει, κυριολεκτικά. Πράγμα το οποίο το κατάφερε, τόσο σωματικά, όσο ψυχικά και οικονομικά».

«Μόνο εγώ μπορώ να καταλάβω την γυναίκα που δεν φεύγει»

Έπρεπε να βρεθεί δύο φορές κοντά στον θάνατο, να “σπάσουν” τα τύμπανά στα αυτιά της από τα ατελείωτα χτυπήματα και να χάσει την ακοή της, να γεμίσει όλο το σώμα της σημάδια και πληγές από γυαλιά, αφού την είχε ρίξει με δύναμη πάνω σε γυάλινο τραπέζι, να μείνει 40 κιλά, αφού δεν έτρωγε, για να βρει την δύναμη να φύγει. Να μιλήσει στους δικούς της, να ζητήσει βοήθεια, και να βρει ξανά τον εαυτό της. «Ακόμη και τότε, σκεφτόμουν “πώς θα είναι η ζωή μου χωρίς αυτόν;”, γιατί όντως, δεν ήξερα. Από 17 χρονών ήμουν με αυτόν τον άνθρωπο, μέχρι τα 32. Μόνο εγώ, μπορώ να καταλάβω την γυναίκα που δεν φεύγει».

Όταν η Κατερίνα είπε στον σύζυγό της πως θέλουν να χωρίσουν, εκείνος άρχισε να γελάει. Αυτή, ήταν αποφασισμένη και σκεφτόταν πως «ή θα πεθάνω έτσι και θα αφήσω στα χέρια αυτού του ανθρώπου τα παιδιά μου -η κόρη μου 7 χρονών και ο γιος μου 10-, ή θα φύγω. Και πήγα στην δικηγόρο μου, έπειτα από 15 χρόνια διαρκούς κακοποίησης». Γύρισε στο πατρικό της, όπου ζούσε με τον φόβο πως όταν επιστρέψει σπίτι ο άντρας της, μεθυσμένος, θα την ξυπνήσει και θα την χτυπήσει. Όμως, δεν έφταναν όλα αυτά.

Ακολούθησαν απειλές, μέχρι και την τελευταία στιγμή του δικαστηρίου. Την απειλούσε, πως έχει δικηγόρους από Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ότι θα την καταστρέψει, και θα της πάρει τα παιδιά. «Επί 3 μήνες ερχόταν στο πατρικό μου, είχε σπάσει την πόρτα του σπιτιού, μου έστελνε συνέχεια, καθημερινά, μηνύματα που κάποιες φορές με έβριζε, ενώ άλλες φορές μου ζητούσε να γυρίσω πίσω. Όμως, δεν το έκανα. Το κακό με τις κακοποιητικές σχέσεις, είναι ότι η κατάσταση σου γίνεται συνήθεια. Αυτή η ντροπή και η ανασφάλεια. Δέχεσαι αυτή τη ζωή, ενώ ξέρεις ότι δεν σου αξίζει. Εγώ έλεγα στον εαυτό μου ότι κάθομαι για τα παιδιά μου, για να μην μεγαλώσουν χωρίς τον πατέρα τους, ενώ έβλεπα το κακό που τους έκανα. Προφανώς όμως, αυτό ήταν μία φθηνή δικαιολογία».

«Εμένα μου πήρε 15 χρόνια για να φύγω»

Η Κατερίνα με τον πρώην σύζυγό της, ζουν σε μία πόλη 20.000 κατοίκων στην επαρχία, οπότε τον αντίκριζε σχεδόν καθημερινά. Όπως λέει, ήταν άλλος ένας εφιάλτης κάθε φορά που τον συναντούσε, γιατί αισθανόταν πως όποτε θελήσει, μπορεί να της κάνει κακό, να την περιμένει κάπου, να την παρακολουθεί.

Πλέον, τον τελευταίο χρόνο, τον αντικρίζει και νιώθει σαν να βλέπει έναν άγνωστο άνθρωπο. «Εμένα μου πήρε 15 χρόνια για να φύγω και έπειτα από 30 χρόνια σταμάτησα να τον φοβάμαι. Μέχρι πέρυσι, ένιωθα μίσος, αλλά τώρα, δεν νιώθω τίποτα. Είμαι περήφανη που κατάφερα να μεγαλώσω τα παιδιά μου, και να πετύχουν και εκείνα με την σειρά τους. Θεωρώ πως με έχουν συγχωρέσει. Είμαι όμως σίγουρη πως κατά την διάρκεια της ζωής τους σκέφτηκαν “όσο και να μην φταίει η μαμά, θα μπορούσε να φύγει, αλλά δεν το έκανε”. Πιστεύω πως έχω μεγαλύτερη ευθύνη εγώ για αυτό, και ξέρω ότι το πιστεύουν και εκείνα. Και εγώ πιάνω τον εαυτό μου να μου λέει “γιατί καθόσουν;”, και η απάντηση είναι, γιατί φοβόμουν».

*Το όνομα “Κατερίνα” δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, για λόγους προστασίας του θύματος. 

διαβάστε περισσότερα



ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ!