Το 2011 ο Νίκος Κούνδουρος είχε ανοίξει την καρδιά του στο Γιώργο Πράτανο μιλώντας επί παντός επιστητού για τη ζωή και την καριέρα του, σε γνωστό εβδομαδιαίο περιοδικό. Αποτέλεσε έναν από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες της χώρας μας με μοναδικές διακρίσεις εντός και εκτός συνόρων.

«Δυστυχώς δεν έγινα αδερφή, όταν έπρεπε!  Θα μπορούσα να είμαι στην ελίτ κάποιων μεγάλων Ελλήνων gay καλλιτεχνών», είχε αναφέρει χαρακτηριστικά ο καλλιτέχνης που έφυγε πριν λίγες ώρες από τη ζωή.

Οι κρητικές του καταβολές είχε αναφέρει πως ήταν αυτές που δεν τον έκαναν… ομοφυλόφιλο. Τι θα είχε αλλάξει όμως; «Η ζωή μου θα είχε αλλάξει. Όταν θυμάμαι τα παλιά χρόνια, θυμάμαι τι “μη αδερφή ήμουν”. Ως μη αδερφή έκανα υπέροχη καριέρα. Άρεσα γιατί ήμουν ωραίο και δυναμικό αγόρι, δεν ήμουν αδερφή πράγμα που μου έδινε πολλούς πόντους. Όλες οι αδερφές με λαχταρούσαν και με κοιτούσαν με βουλιμία αλλά εγώ έκανα την «πάπια»…».

Ήταν όμως ομοφοβικός; «Δεν χρειάστηκε να φοβηθώ. Αλλά και αν χρειάστηκε η φύση μου δεν μου το επέτρεπε… Ο φόβος ήταν πολύ μακρινός κίνδυνος. Δεν ένιωσα ποτέ τον φόβο», είχε απαντήσει.

Τι ήταν αυτό όμως που τον έκανε να μην φοβάται; «Μεγάλωσα μέσα σε μια τραχύτητα. Ήταν τα χρόνια τραχιά. Κατάφερα να «εισπράξω» τρεις σφαίρες στο σώμα μου, τον περίφημο Δεκέμβρη του ‘45. Πεθαμένος σχεδόν, σύρθηκα… Με σύρανε μάλλον… Και κάπου ανάμεσα σε διάφορους σατανισμούς των εποχών, επέζησα! Για δύο τρία χρόνια ήμουν κουτσός, περπάταγα με δεκανίκια. Και σκεφτόμουν εκείνη την ώρα που τρεις σφαίρες σφηνωνόταν στο κορμάκι ενός 18χρονου αγοριού, η «μοίρα αυτή που σκότωνε τον διπλανό μου, τον φίλο μου, (ήμασταν σε απόσταση τριών πόντων εκείνος έφαγε όλες τις σφαίρες εγώ μόλις τρεις) τι έφταιγες εσύ, τι έφταιγε η μάνα σου;». Δεν υπάρχει απάντηση. Ποιος να απαντήσει; Αν αυτός ο άθλιος με το πολυβόλο που έτρεμε, πήγαινε δύο χιλιοστά δεξιά ή αριστερά, τώρα δεν θα μιλούσα, δεν θα ήμουν εδώ. Κισμέτ! Η μοίρα…Σαν ανατολίτης αυτό λέω… Κισμέτ!»

Μπορεί να αποτελεί έναν εκ των κορυφαίων σκηνοθετών, όμως η αρχή του στον κινηματογράφο ήταν πλήρως τυχαία. «Όταν απολύθηκα από το Μακρονήσι αναζητούσα μια ντουντουκα να «φωνάξω». Ζωγράφιζα στους τοίχους σφυροδρέπανα σαν τρελός. Είχα μια έντονη ανάγκη να εκφράσω αυτό που ήμουν. Η ανάγκη να έχω φωνή με πήγε στον κινηματογράφο. Είπα «όρμα Νίκο στον κινηματογράφο», την τέχνη που είναι η πιο θορυβώδης, η πιο λαϊκή από όλες τις τέχνες. Με γοήτευε η οικουμενικότητα και η αμεσότητα του κινηματογράφου. Ήμουν και αγιογράφος. Ήταν ευφροσύνη, χαρά…»

nikos koundouros

Στον ελληνικό κινηματογράφο υπήρχαν στιγμές δόξας και πτώσης…

Ναι έτσι είναι, η άνθηση και η πτώση. Δεν με ενδιαφέρει. Ο κινηματογράφος μου ήταν αλλιώτικος, ήταν η αγωνία μου για έκφραση. Ενώ ο ελληνικός κινηματογράφος ήταν πολύ συμπαθητικός έως γοητευτικός… με το πλούσιο αγόρι και το φτωχό κορίτσι. Εμένα δεν με ενδιέφερε καθόλου αλλά το έβλεπα με συμπάθεια και αγάπη. Η αθωότητα που είχε στα πρώτα του χρόνια…

Και τι έγινε; Ενηλικιώθηκε και έχασε την αθωότητά του;

Τελείως! Οι νεαροί σύγχρονοι σκηνοθέτες δεν έχουν χάσει απλά την αθωότητά τους αλλά τη λογική και το μυαλό τους. Έχουν χάσει ό, τι όμορφο έχουνε. Είναι φιλόδοξοι, φιλάρεσκοι και βάζοντας στόχο συνεχώς τον εαυτό τους δεν καταφέρνουν τίποτε στο τέλος.

Εκείνη η χρυσή εποχή είχε σταρ. Την Αλίκη, την Καρέζη…

Με τις καμπύλες που είχε η καριέρα τους, ναι.

Μήπως δεν υπάρχουν αυτά τα λαμπερά πρόσωπα για να τα εκμεταλλευτούν οι σκηνοθέτες; Δεν έχουν υλικό;

Απ’ όλα έχουν. Εκείνο το ιερό πάθος έχει υποκατασταθεί. Από φιλοδοξίες και φιλαρέσκεια. Να παίξω το σκηνοθέτη. Να πείσω και τους άλλους ότι είμαι σκηνοθέτης. Να γνωρίσω ένα κορίτσι και να το κάνω γκόμενα. Για όλα υπάρχει ένα πολύ προσωπικό αίτημα να ικανοποιήσουν. Τον εαυτό τους. Γύρω από το παιχνίδι «σκηνοθέτης και δημιουργία» παίζονται ένα σωρό ανώμαλα παιχνίδια.

Ιδιαίτερη αναφορά είχε γίνει και στον Θανάση Βέγγο. «Όταν εκείνη την ημέρα είδα στην εκκλησία το φοβερό λαό συγκινημένο να έχει αφήσει δουλειά, σκέψεις για να προσκυνήσει τον Βέγγο. Ποιον; Έναν ηθοποιάκο. Και δεν το λέω υποτιμητικά για τον Θανάση. Αλλά σ’ αυτήν την ανθρωποφάγα κοινωνία που ζούμε ξαφνικά, τόσος λαός άφησε τα πάντα και πήγε να προσκυνήσει… Το ρήμα «προσκυνήσει» το εννοώ. Σπάνια συμβαίνει αυτό σε μια χώρα σαν την Ελλάδα. Ο Θανάσης ήταν Χερουβείμ. Ήταν ένας άκακος άνθρωπος. Τον πολέμησαν πολλοί. Δεν είχε μια κακή κουβέντα για κανέναν. Ποτέ!»

Η σύντομη περιγραφή του για όσα συνέβησαν στη Μακρόνησο συγκλονίζει: «Θα σας πω πως γνωριστήκαμε… Ήμουν στη Μακρόνησο. Είχα πάρει άδεια να απομακρυνθώ από το Τάγμα για να τακτοποιήσω κάπως τις σκέψεις μου. Καθόμουν σε μια πλαγιά, όταν είδα έναν στρατιώτη φορτωμένο με ξύλα. Το κορμί του σχεδόν δεν φαινόταν από τα ξυλά. Όταν έφτασε κοντά τα έριξε κάτω και τον είδα. Ήταν κουρελής, ταλαιπωρημένος. Μου λέει «Εδώ δεν μπορείς να κοιμηθείς, θα σε φάει η υγρασία»… Και αρχίζει, μ’ εκείνες τις νευρικές κινήσεις που τον χαρακτήριζαν και σαν ηθοποιό, να καρφώνει τα ξύλα… Και μου έφτιαξε κάτι σαν τάβλα για να μπορέσω να στρώσω πάνω την κουβέρτα και να κοιμηθώ. Έτσι γνώρισα τον Θανάση Βέγγο».