Πώς ο Mr Savoire Vivre αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο αφιερωμένο στον ΠΑΟΚ, η απίθανη ιστορία του κομουνιστή πατέρα του και της αριστοκρατικής απογόνου του Ρήγα Φεραίου μητέρας του, το βασιλικό ρεπορτάζ στο κοσμοπολίτικο περιοδικό Paris Match και ο Σύνδεσμος Φιλάθλων ΠΑΟΚ Παρισιού.

Το μεσημέρι της Παρασκευής στο Capanna, μια ιδιαίτερα καλόγουστη τρατορία που μοιάζει βγαλμένη από τον ιταλικό Νότο, μια γνώριμη φιγούρα κυριαρχεί στο χώρο. Ο Χρήστος Ζαμπούνης, αεικίνητος και ευδιάθετος, έχει ένα αστείο για κάθε πελάτη που μπαίνει στο μαγαζί, στη γωνία Πλουτάρχου και Χάρητος. Αυτό συμβαίνει καθημερινά, καθώς είναι το στέκι του γνωστού δημοσιογράφου και εκδότη. Το παρουσιαστικό του δεν θυμίζει σε τίποτε αυτό που μπορούμε να περιγράψουμε σαν μέσο οπαδό του ΠΑΟΚ. Κι όμως, το ραντεβού αυτό έχει οριστεί για να μιλήσουμε με αφορμή το βιβλίο του ΠΑΟΚ Αφού, που έχει μπει ήδη στη λίστα των best sellers. Πώς αυτός, η προσωποποίηση του savoir vivre, των καλών τρόπων, της μετριοπάθειας, λατρεύει να πηγαίνει στην πιο εχθρική έδρα της Ελλάδας, δίπλα σε φανατισμένους οπαδούς;

Ξεκινώντας την κουβέντα για το βιβλίο, τον ρωτάω πώς του ήρθε η συγκεκριμένη ιδέα κι εκείνος μου διηγείται ένα περιστατικό με πρωταγωνιστή τον Σαλβαδόρ Νταλί. «Όταν ένας κύριος βρέθηκε στο ατελιέ του, ζήτησε να αγοράσει ένα έργο. “Πόσο κοστίζει αυτό;” ρώτησε τον καλλιτέχνη κι εκείνος του απάντησε “3 εκατ. δολάρια”. “Μα σας πήρε τρεις ημέρες για να το κάνετε!” αντέτεινε ο επίδοξος αγοραστής. “Εσείς νομίζετε πως μου πήρε τρεις ημέρες. Εγώ θα σας απαντήσω πως μου πήρε μια ζωή” του είπε ο Νταλί. Το ίδιο συνέβη και με μένα. Είχα τον ΠΑΟΚ μέσα μου μισό αιώνα και αυτό ανέβλυσε σαν ορμητικός χείμαρρος τη βραδιά του εορτασμού των 90 χρόνων της ομάδας στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Φεύγοντας από εκεί αναρωτήθηκα “Τι θα ήθελα να μάθω ο ίδιος για τον ΠΑΟΚ, διαβάζοντας ένα βιβλίο;”, διότι γράφουμε συνήθως βιβλία που θέλουμε να διαβάσουμε. Έπειτα έκανα μια εγκυκλοπαιδική έρευνα του τι έπρεπε να ξέρω για να το μοιραστώ».

Η ανταπόκριση που γνώρισε το βιβλίο είναι αξιοπρόσεκτη, αφού βαδίζει ολοταχώς για την τρίτη έκδοση. «Έχω γράψει δεκαπέντε βιβλία και τέτοια υποδοχή έχω να ζήσω από το Savoir Vivre. Είναι τόσο έντονη η αγάπη για την ομάδα, τόσο ξεχωριστή η ουσία αυτής της ομάδας, που με κάνει ανώτερο και καλύτερο άνθρωπο». Η ανάμνηση του ΠΑΟΚ είναι συνυφασμένη με την παιδική του ηλικία. «Μεγάλωσα στη Βέροια. Στο πρακτορείο ΠΡΟ-ΠΟ της οδού Βενιζέλου υπήρχε μια τεράστια φωτογραφία του Γιώργου Κούδα να ντριμπλάρει τον Άνθιμο Καψή και εκείνος να τον αγκαλιάζει από τα πόδια για να τον σταματήσει. Επίσης, υπάρχει και μια άλλη φωτογραφία, που ήταν το αρχικό εξώφυλλο του βιβλίου: Ήταν η καμπάνια των Times του Λονδίνου για το αθλητικό ένθετό τους και απεικονίζει τους ημίγυμνους φιλάθλους του ΠΑΟΚ στην ιστορική έδρα της Άρσεναλ, το Highbury, το χειμώνα του 1998. Εκεί όπου ο ΠΑΟΚ πήρε μια επική πρόκριση κόντρα στους μετέπειτα πρωταθλητές Αγγλίας».

xristos-zabounis-people-190-1

Τα παιδικά χρόνια, ο κομουνιστής πατέρας

Η μητέρα του ήταν Άρης, ως παραδοσιακή Θεσσαλονικιά που μεγάλωσε στην περιοχή της Μαρτίου. Αλλά για εκείνον δεν τέθηκε ποτέ κάποιο δίλημμα. «Η τρέλα του πατέρα μου για τον ΠΑΟΚ ήταν αδιανόητη. Έχει παίξει μάλιστα με το δικέφαλο στο στήθος». Ο πατέρας του γεννήθηκε στον Πολύγυρο Χαλκιδικής και έπαιζε εξτρέμ στην τοπική Νίκη Πολυγύρου. Όταν πέρασε στην Ιατρική Θεσσαλονίκης, πήγε στο Συντριβάνι (πρώτη έδρα του ΠΑΟΚ πριν μετακομίσει στην Τούμπα) για να δοκιμαστεί και έγινε μέλος της εφηβικής ομάδας. Ένας τραυματισμός όμως διέκοψε μια πολλά υποσχόμενη καριέρα. «Ο πατέρας μου ήταν αριστερός, μέλος του ΚΚΕ από νεαρή ηλικία. Στα 15 του έγινε γενικός γραμματέας της νεολαίας της ΕΠΟΝ Χαλκιδικής. Έξι μήνες μετά συνελήφθη από την Γκεστάπο. Παρά τους βασανισμούς, δεν “έδωσε” κανένα σύντροφό του. Στη συνέχεια γράφτηκε στην οργάνωση ΟΠΛΑ. Τον έχω ρωτήσει αν έχει σκοτώσει άνθρωπο και το έχει αρνηθεί. Μου είχε διηγηθεί, όμως, πως τον είχαν διατάξει να “καθαρίσει” έναν εισαγγελέα, αλλά εκείνος είχε ειδοποιηθεί και τη γλίτωσε. Οι αριστεροί, μετά την ήττα τους στον Εμφύλιο, ήταν κυνηγημένοι. Για αυτό και οι δικοί μου πήγαν στη Βέροια, όπου δεν τους γνώριζε κανείς. Ο πατέρας μου παρέμεινε μέλος του ΚΚΕ, αν και ο πατέρας του ήταν βασιλόφρων και δήμαρχος Πολυγύρου. Και ήταν εκείνος που κανόνισε να γραφτεί στο φάκελο του πατέρα μου πως είναι “συμπαθών”. Ο πατέρας μου δεν υπέγραψε δήλωση μετανοίας και σ’ αυτό τον βοήθησε ο πατέρας του, που λόγω του κύρους του, ως δήμαρχος Πολυγύρου και βασιλόφρων, κανόνισε να γραφτεί στον φάκελό του ως συμπαθών, γι’ αυτό και γλίτωσε τις εξορίες και τις διώξεις. Εκείνη την εποχή οι ηττημένοι δεν είχαν τρόπο να εκφραστούν. Ήταν περιθωριοποιημένοι, κυνηγημένοι…. Και το ποδόσφαιρο αποτελούσε έναν προνομιακό χώρο, όπου μπορούσαν να δραστηριοποιηθούν χωρίς προβλήματα. Έτσι, όταν πήγε στη Βέροια, έγινε πρόεδρος του τοπικού Συνδέσμου Φιλάθλων ΠΑΟΚ και αντιπρόεδρος της ομάδας της πόλης».

Σύμφωνα με τους οπαδούς του Δικεφάλου του Βορρά, τα ταξίδια για την αγαπημένη τους ομάδα είναι περασμένα στο DNA κάθε φιλάθλου της ομάδας, συμβολίζοντας την πορεία του ξεριζωμού από τις πατρογονικές εστίες (Κωνσταντινούπολη, Πόντος). Για τους πιστούς φίλους της ομάδας κάθε ταξίδι για να παρακολουθήσει κανείς τον ΠΑΟΚ είναι κάτι σαν παράσημο. Και αυτό ισχύει και για τον Χρήστο. «Έχω πάει στο Μιλάνο, στο Άμστερνταμ, στο Μόναχο.  Τη δεκαετία του ’70, τη χρυσή δεκαετία του ΠΑΟΚ, άλλοι πήγαιναν για ψώνια και αναψυχή κι εγώ με τον πατέρα μου για να δούμε τον ΠΑΟΚ».

xristos-zabounis-people-190-2

Τα Παρίσι, το Μπάκιγχαμ και η κρεπερί

Ο ίδιος θεωρεί πως έγινε συνειδητοποιημένος ΠΑΟΚτσής «και πέρασα σε ανώτατη διάσταση, όταν πήγα στη Γαλλία για το ντοκτορά μου (στις Πολιτικές Επιστήμες). Όσο ήμουν στην Αθήνα, ήμουν πιο χαλαρός. Όταν πήγα στο Παρίσι, ο ΠΑΟΚ έγινε ταυτότητά μου. Έτσι, ίδρυσα το Σύνδεσμο Φιλάθλων ΠΑΟΚ Παρισίων. Ήταν τρεις κρεπατζήδες, πέντε-έξι σερβιτόροι σε ελληνικά εστιατόρια, ο τότε διευθυντής της Ολυμπιακής, o αείμνηστος Δημήτρης Παπατζίκος, μερικοί φοιτητές… Είκοσι τόσα άτομα. Μιλάμε για τρέλα. Εγώ εκεί έκανα βασιλικό ρεπορτάζ, ήμουν μέσα στις βασιλικές οικογένειες. Το πρωί να είσαι στο Μπάκιγχαμ και το βράδυ σε μια κρεπερί του Παρισιού για να ακούσεις στο ραδιοφωνάκι το ΠΑΟΚ – Παναχαϊκή, ε, αυτό είναι σουρεαλιστικό».

«Πώς είναι να βιώνεις αυτή την αντίφαση;» τον ρωτάω. «Ξεπερνάει κανόνες και λογική, είναι η αλήθεια. Διαβάζοντας τον Νίτσε, ο υμνητής του παραλόγου και φιλόσοφος είπε πως “μόνο με το παράλογο μπορούμε να καταλάβουμε τον κόσμο και όχι με τη λογική”. Αυτή ακριβώς είναι και η δύναμη του ΠΑΟΚ που τον κάνει να ξεχωρίζει από τις άλλες ομάδες. “ΠΑΟΚ, τα μυαλά μας πονάνε” είναι ένα από τα συνθήματα – σήμα κατατεθέν της ομάδας».

Οι φίλαθλοι του ΠΑΟΚ εναντιώνονται στο «αθηναϊκό κατεστημένο», την ελίτ του ποδοσφαίρου που εναλλάσσεται στους τίτλους. Κανείς δεν έχει γίνει ΠΑΟΚ εξαιτίας των τίτλων που έχει κατακτήσει. Ο σταρ του ΝΒΑ Peja Stojakovic μου είχε πει σε συνέντευξη για το People πως «όταν έρχεσαι σε μικρή ηλικία και ζεις σε ένα περιβάλλον που σε “μολύνει” με θετικό τρόπο, το “ΠΑΟΚ εναντίον όλων” καταλαβαίνεις ότι είναι ξεχωριστό». Ο Χρήστος αναλύει την κοινωνική υπόσταση της ομάδας. «Ο ΠΑΟΚ είναι ομάδα του λαού. Κι ο λαός έχει τα καλά του και τα κακά του. Με τον ΠΑΟΚ βρήκαν έκφραση πολλές κοινωνικές τάσεις που δεν έβρισκαν εκπροσώπηση αλλού. Εξού και ο δυναμισμός».

Για τον ίδιο η αγάπη προς τον ΠΑΟΚ είναι περισσότερο μια γονιδιακή ανάγκη. Έχοντας μέσα του δύο ισχυρές και αντίρροπες τάσεις από τα παιδικά του χρόνια, έμαθε να ισορροπεί ανάμεσα σε δύο κόσμους, το μεγαλοαστικό αριστοκρατικό της μητέρας του και το λαϊκό επαναστατικό του πατέρα του. «Οι οικογενειακές ρίζες της μητέρας μου φτάνουν στον Ρήγα Φεραίο και στις αστικές παραδουνάβιες περιοχές του 18ου αιώνα. Μεγάλωσα με Γαλλίδα νταντά και στο σπίτι μιλούσαμε γαλλικά. Από τη μία υπάρχει το μεγαλοαστικό savoir vivre και από την άλλη θα ακουστεί το “Αμπαλαέα” του πατέρα μου. Είμαστε οι αντιθέσεις μας. Θα μπορούσα να είμαι μόνο το ένα, αλλά θα ήταν πολύ βαρετό, θεωρώ».

Διαβάστε όλη τη συνέντευξη στο People, που κυκλοφορεί αυτή την Κυριακή, μαζί με το Πρώτο Θέμα.