Από τη Φανή Πλατσατούρα

«H Θέμις Μπαζάκα είναι αυστηρή, απαιτητική και δύσκολη γυναίκα. Αλλά μεγάλο ταλέντο». Είναι η φράση που θα ακούσεις συχνότερα από τους ηθοποιούς που έχουν συνεργαστεί μαζί της. Δεν θυμάται πόσα χρόνια είναι ηθοποιός. Θυμάται, όμως, έναν προς έναν τους ρόλους που έχει παίξει και τους ανθρώπους με τους οποίους έχει δουλέψει. Όπως και την ατάκα που πρωτοάκουσε, πίσω στα ’70s, από τους δασκάλους της στο ΚΘΒΕ: «Βρήκαμε τη νέα Έλλη Λαμπέτη». Συναντηθήκαμε στο Zonars λίγο πριν ανέβει στη σκηνή του Θεάτρου Χορν ως Λιουμπόβ Ρανιέφσκι στο Βυσσινόκηπο του Τσέχωφ. Παρήγγειλε ένα ψάρι φιλέτο και έκανε τη δική της αναδρομή ζωής στο περιοδικό People, την οποία και θα χαρακτήριζε «όχι βαρετή».

Μου λέγατε πριν ξεκινήσουμε τη συνέντευξη ότι οι μεγάλοι ρόλοι άργησαν να έρθουν στην περίπτωσή σας. Ακούγοντας το όνομα «Θέμις Μπαζάκα», δεν το φαντάζεσαι αυτό. Είναι σαν να παίζατε πάντα τέτοιους ρόλους.

Τα τελευταία δέκα χρόνια, θα έλεγα, μου ήρθαν αυτοί οι ρόλοι και πολύ τους χαίρομαι. Δεν υπήρξα ποτέ ενζενί. Αυτό που λέμε «cover girl των περιοδικών». Και μικρή που ήμουν, μου έδιναν ρόλους πιο «character» και μεγαλύτερους από την ηλικία μου. Είχα πάντα και αυτό το πρόσωπο, που δεν ήταν ενός pin up girl. Έχω την εντύπωση ότι τώρα είμαι εκεί που με προόριζαν να είμαι, δεν ξέρω πώς να το πω. Η αλήθεια είναι ότι άργησα κι εγώ ν’ ανοίξω σχέσεις με το θέατρο. Τουλάχιστον για μία δεκαπενταετία ήμουν μόνο στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Ήδη από την πρώτη μου ταινία, το Ρεμπέτικο, άνοιξαν όλες οι πόρτες στο σινεμά. Την επόμενη χρονιά έκανα τα Πέτρινα Χρόνια και αμέσως δημιουργήθηκε μια κινηματογραφική καριέρα. Ακολούθησε η τηλεόραση, με τις καλές σειρές που έκανε τη δεκαετία του ’90 η ιδιωτική τηλεόραση. Ήμουν τυχερή, έπαιξα σε σίριαλ που ήταν σαν μικρές ταινίες.

Πώς είναι να κάνεις επιτυχία με την πρώτη σου δουλειά; Σαρωτική επιτυχία μάλιστα.

Περίεργο. Και λίγο τρομακτικό. Θα έλεγα, όμως, πως ποτέ δεν είχα ματαιοδοξία στη ζωή μου και δεν την καταλάβαινα την επιτυχία. Δεν της έδινα σημασία. Κάτι που κάνω ακόμη σήμερα, γιατί ξέρω καλά ότι η αποτυχία καιροφυλαχτεί. Και είναι τόσο σχετικά όλα αυτά στη δική μας δουλειά. Είναι σαν να δίνεις εξετάσεις κάθε μέρα, δεν σου χαρίζεται τίποτα. Έτσι όπως σε ανεβάζουν, μπορούν και να σε κατεβάσουν. Ευτυχώς, είμαστε σε μια μικρή χώρα, όπου ούτε η άνοδος ούτε η πτώση είναι τόσο μεγάλη. Στα μαλακά πέφτουμε.

Ύστερα από κάθε επιτυχία, πόσο σύντομα ερχόταν η επόμενη;

Μου είχε πει μια ωραία ατάκα ο Γιώργος Αρβανίτης, o oπερατέρ του Αγγελόπουλου, γι’ αυτό. «Θέμις, μετά την επιτυχία στα Πέτρινα Χρόνια θα κάνει ένα χρόνο να χτυπήσει το τηλέφωνο». Έτσι κι έγινε. Τότε ήμουν μόλις 24 χρόνων και δεν μπορείς να φανταστείς τι γινόταν. Δεν υπήρχε έντυπο που να μην ασχολούνταν με την ερμηνεία μου σ’ αυτή την ταινία. Οι εκδηλώσεις θαυμασμού και αγάπης ήταν τρομακτικές. Τότε ήταν που αποφάσισα να φύγω για την Αμερική και να κάνω παιδί εκεί. Απομακρύνθηκα από όλο αυτό.

Έκανε όντως ένα χρόνο να χτυπήσει το τηλέφωνο;

Ενάμιση χρόνο δεν με πήρε κανείς. Αυτό, αγάπη μου, είναι ελληνικό φαινόμενο. Στην Αμερική περιμένουν να κάνεις τη μεγάλη επιτυχία για να την εξαργυρώσεις στην επόμενη δουλειά. Εδώ υπάρχει μια ζηλοφθονία κι ένας επαρχιωτισμός. Ένα «καλά, εντάξει τώρα, αυτή;».

Πλέον, δίπλα στο όνομά σας υπάρχει ο χαρακτηρισμός «η μεγάλη κυρία του θεάτρου». Αυτό πώς σας ακούγεται;

Σαν να παραμεγάλωσα. Ξέρω γω, δεν είναι λίγο βαρύ; Και συντηρητικό πια, να σου πω την αλήθεια.

Βέβαια, έχω ακούσει από τρεις τουλάχιστον διαφορετικούς ανθρώπους του χώρου και το «η Θέμις είναι δύσκολος συνεργάτης». Έτσι είναι;

Χαίρομαι που είμαι δύσκολη συνεργάτις. Είμαι τελειομανής και αυστηρή με τον εαυτό μου, πρώτα απ’ όλα, και ύστερα με το γύρω γύρω. Έχω απαιτήσεις και μπορεί να συγκρουστώ με τους σκηνοθέτες αν δεν συμφωνώ με τις επιλογές τους. Δεν αφήνομαι να με πάει το κύμα, ούτε κάνω ό,τι μου πουν. Πρέπει να με πείσει ο άλλος με επιχειρήματα ότι έχει δίκιο.

Από παλιά ήσασταν έτσι ή τα τελευταία χρόνια, που νιώθετε ότι πατάτε γερά στα πόδια σας;

Πάντα. Ένα σκατό ήμουν που δεν ήξερα τίποτα από κινηματογράφο και έλεγα στον Βούλγαρη «Γιατί να το κάνω έτσι;». Δεν έμπαινα εύκολα σε όρια και «πρέπει».

Σας στοίχισε αυτό; Γιατί κάθε δράση έχει και την ανάλογη αντίδραση.

Ποιος ξέρει; Μπορεί και να έχασα συνεργασίες, αλλά δεν το έμαθα ποτέ. Όμως, οι φιλίες που έχω κάνει μέσα στη δουλειά και η εμπιστοσύνη κάποιων σκηνοθετών στο πρόσωπό μου είναι αποδεδειγμένες. Γιατί τις περισσότερες φορές με ζητάνε ξανά και ξανά, οπότε αυτό κάτι λέει. Αλλά, ναι, το παραδέχομαι, δεν υπήρξα γλυκιά και ήρεμη στη ζωή μου. Ούτε στις συνεργασίες ούτε με τους φίλους και τους άντρες μου. Είναι ο χαρακτήρας μου απαιτητικός. Δεν ανέχομαι δηλαδή να καθυστερήσεις τρία τέταρτα στην πρόβα όταν εγώ είμαι εκεί από τις παρά δέκα. Γιατί το κάνεις, δηλαδή; Δεν με σέβεσαι.

Πόσες φορές συγκρουστήκατε με τον Μαρκουλάκη φέτος στο Βυσσινόκηπο που σκηνοθετεί;

Πολλές, άλλα όλες ήταν δημιουργικές και με αγάπη. Είναι κι αυτός πεισματάρης και έντονος. Αλλά αυτό που εκτιμούσα πάντα στον Μαρκουλάκη είναι πως μπορεί να είχα μια αντίρρηση και να έλεγα «Δεν καταλαβαίνω γιατί αυτό πρέπει να το κάνω έτσι», να έφευγε από την πρόβα και να ερχόταν την επομένη λέγοντας «Όλη νύχτα το σκεφτόμουν. Θέμις, δεν είναι σωστό αυτό που λες γιατί…» και με έπειθε με επιχειρήματα. Όχι γιατί «εγώ είμαι ο σκηνοθέτης και έτσι το θέλω». Με τρελαίνει το «έτσι το θέλω». Πάντως, μεγαλώνοντας, έχω μάθει, αν δεν περνάω καλά κάπου, να σηκώνομαι να φεύγω.

Τι άλλο έχετε μάθει μεγαλώνοντας;

Ότι οι άνθρωποι δεν μαθαίνουν. Είναι βαθιά συντηρητικοί, δυστυχείς και εγωιστές. Επίσης, ότι οι φιλίες χαλάνε, οι σχέσεις διαλύονται, οι ίδιοι οι άνθρωποι φεύγουν.

Και τι μένει τελικά;

Τίποτα. Όλα φθείρονται και όλοι οδεύουμε προς το τέλος. Αυτό που μένει, ίσως, είναι κάποιες ανέμελες στιγμές που μπορεί να πετύχεις μέσα σ’ αυτή τη δύσκολη ζωή και η Τέχνη. Η Τέχνη, ναι, μπορεί να μείνει. Όπως και τα βιβλία, μια ωραία συζήτηση, μια συνάντηση με έναν άνθρωπο που δεν τον ξέρεις και σε ξαφνιάζει με αυτά που λέει, ένα ταξίδι.

Πότε υπήρξατε για τελευταία φορά ανέμελη;

Δεν θυμάμαι. Η ανεμελιά είναι κάτι που πραγματικά μου λείπει και με προβληματίζει πολύ τα τελευταία χρόνια, γιατί ονειρευόμουν να μεγαλώσω και να μην έχω ευθύνες, να ζήσω λίγο πιο μποέμικα, αλλά οι συνθήκες της ζωής μου δεν μου το επιτρέπουν. Φροντίζω έναν πατέρα που έχει άνοια, η κόρη μου δεν είναι ακόμη πλήρως τακτοποιημένη, τα δικά μου οικονομικά δεν επαρκούν. Είχα κάτι ωραίες στιγμές ανεμελιάς σε ένα ταξίδι που έκανα παντελώς μόνη το Πάσχα στην Πορτογαλία. Το είχα ανάγκη. Έλεγα «δώστε μου μια εβδομάδα να φύγω κάπου μόνη μου».

Σ’ αυτά τα μοναχικά ταξίδια, δύο πράγματα συμβαίνουν συνήθως: ή περνάς τέλεια ή δεν αντέχεις τον εαυτό σου.

Εγώ πέρασα τέλεια. Καταρχάς, ήπια καφέ και διάβασα σε όλα τα καφέ της Λισαβόνας – πρέπει να διάβασα μέσα σε μία εβδομάδα τρία βιβλία. Κοιμόμουν νωρίς, σηκωνόμουν 7.30, άνοιγα το βιβλίο μου, έτρωγα το πρωινό μου, ύστερα περπατούσα, ανέβαινα κάστρα, επισκεπτόμουν μουσεία. Ήταν καταπληκτικά. Μίλησα με αγνώστους, γνώρισα ανθρώπους, κατέβηκα στη θάλασσα, είδα τον Ατλαντικό. Αν δεν βγεις έξω στο δρόμο να ζήσεις, και τα βλέπεις όλα μέσα από μια τηλεόραση με fake news, τίποτα δεν θα αλλάξει τελικά. Θυμάμαι τη συγχωρεμένη τη μάνα μου, μ’ έπαιρνε τηλέφωνο και μου έλεγε: «Αγάπη μου, μη βγεις σήμερα έξω. Λένε στην τηλεόραση ότι έρχονται ακραία καιρικά φαινόμενα». «Πόσο ακραία, μανούλα μου;» ρωτούσα. «Ακραία, παιδί μου, ακραία» έλεγε. Λες και είμαι από ζάχαρη και θα λιώσω. (γέλια)

Διαβάστε ολόκληρη η συνέντευξη στο People που κυκλοφορεί μαζί με το Έθνος της Κυριακής.