Γιατί πιστεύω ότι αυτό είναι το πιο cool ξενοδοχείο της Ελλάδας


Η έννοια της πολυτέλειας στην φιλοξενία έχει ευτυχώς αλλάξει. Τα πέντε αστέρια που παίρνει ένα ξενοδοχείο δεν είναι ούτε για τις χρυσές βρύσες στο δωμάτιο ούτε για τον ψυχαναγκασμό του να φοράς τακούνια ή σακάκι για να κατέβεις στη ρεσεψιόν. Και δεν είναι καν οι άδειοι λευκοί φουτουριστικοί χώροι τύπου Ζαν Νουβέλ, όπου αισθάνεσαι σαν λεκές στο ίδιο σου το δωμάτιο.

Αν με ρωτήσεις τι σημαίνει πολυτέλεια για μένα, σωστή πολυτέλεια, είναι η χαλάρωση. Να κοιμηθώ καλά, να αδειάσω το κεφάλι μου, να κάνω μόνο ευχάριστες σκέψεις, να περπατήσω καμιά ώρα στην φύση, την αληθινή φύση κι όχι στο γκαζόν ή ανάμεσα σε περίτεχνα φρεσκοκουρεμένους θάμνους. Να απολαύσω ένα ποτήρι δροσερό κρασί, ένα καλομαγειρεμένο γεύμα, ένα φρούτο κομμένο από το περιβόλι. Η σωστή πολυτέλεια είναι η ηρεμία και η ποιότητα. Δυσεύρετα.

Το πρώτο πρωί που ξύπνησα στο ξενοδοχείο Κινστέρνα, στη Μονεμβασιά, ξαναβρήκα ακριβώς αυτό. Τον χαμένο μου χρόνο. Δεν ήταν μόνο η εκκωφαντική ησυχία και τα πουλάκια, τα νερά που έτρεχαν μέσα στο κτήμα, οι πεζούλες, τα κυπαρίσσια και οι ανθισμένες πορτοκαλιές (…αυτό το άρωμα), η θέα του Μυρτώου πελάγους, η ομορφιά του ίδιου του αρχοντικού που ανακατασκευάστηκε από τις στάχτες του με τα ίδια υλικά και τις ίδιες τεχνικές με τις οποίες είχε χτιστεί τον 18ο αιώνα. Αυτό που χτύπησε κατευθείαν στην καρδιά μου (στην παρεγκεφαλίδα θα έλεγε ένας ανατόμος), ήταν η μυρωδιά που πλανιόταν στην μικρή μου αυλή στον κήπο του δωματίου μου. Αναμμένος ξυλόφουρνος και ψωμί που ψηνόταν.

Φυσικά ακολούθησα την μυρωδιά, όπως συστήνουν τα μυθιστορήματα. Και προσγειώθηκα στα παιδικά μου χρόνια. Μια υπέροχη κυρία φούρνιζε το ψωμί που θα χρειαζόταν εκείνη την ημέρα το ξενοδοχείο. Το ψωμί του πρωινού μου στις Μουριές, με το σωστό σύγκλινο της Μάνης (το αυθεντικό κι όχι όλα τα άλλα παστά που για λόγους μάρκετινγκ αποκαλούν σύγκλινα) και το κρασοτύρι  της Μονεμβασιάς. Το ψωμί στο μεσημεριανό πικ νικ στο κτήμα, που θα τύλιγε τις καπνισμένες πέστροφες και τους καπνισμένους σολομούς (αρνούμαι να τους πω καπνιστούς, δεν έχουν καμία σχέση) από τις πηγές του Ευρώτα, και που καπνίζει παραδοσιακά με ξύλα στην ύπαιθρο ο Γιάννης Γεροντίδης. Το ψωμί που θα βουτούσα χωρίς αναστολή στο λάδι από τις τσακιστές αθηνολιές με λεμόνι, που βγάζει το κτήμα του Κινστέρνα, την ώρα του δείπνου.

Δεν ήταν μόνο το «κοπιάστε» που με σκλάβωσε. Ήταν η μπουκιά από την προπύρα που μου πρόσφερε, πασπαλισμένη με αφρό από αλάτι,  θυμάρι και λάδι. Μόλις την είχε ξεφουρνίσει και ήταν ακόμα καυτή.

Προπύρα… Είχα να ακούσω αυτή τη λέξη δεκαετίες. Από τη γιαγιά μου νομίζω, πριν αντικαταστήσει τον πέτρινο ξυλόφουρνό της με ηλεκτρικό γιατί δεν βαστούσαν πια τα χέρια της. Η προπύρα είναι το ζυμάρι που ψήνεται σε ταψί και μπαίνει στον ξυλόφουρνο όταν αυτός έχει ανάψει, αλλά δεν έχει ακόμα πιάσει την σωστή θερμοκρασία για να μπουν τα καρβέλια, ή όταν ο φούρνος ψήνει τα ψωμιά μέσα και η προπύρα μπαίνει έξω έξω στην πόρτα του, για να κλέψει λίγο από τη ζέστη κι αυτή. Το ψωμί της δωρικής αγροτικής οικονομίας. Θρεπτικό, πασπαλισμένο με όσα ταπεινά πρόσφερε γενναιόδωρα η τραχιά γη της Λακωνίας για να νοστιμίσει, χωρίς να σπαταλάει φωτιά ή ξύλα. Ψηνόταν γρήγορα και έβγαινε πρώτο για να φαγωθεί αμέσως, ως πρωινό.

Η γευστική μου περιπλάνηση στα παιδικά μου, και όχι μόνο, χρόνια συνεχίστηκε στο δείπνο. Με καταγωγή και των δύο μου γονιών από την Λακωνία, μεγάλωσα με μια κουζίνα την οποία συνεχίζω να τιμώ, όχι τόσο από νοσταλγία, όσο από γευστική επιλογή.

Αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, η Λακωνία, ένας καθαρά αγροτικός νομός, κατάφερε να κρατήσει, από ανάγκη κυρίως, την ποιότητα των πρώτων υλών της αναλλοίωτη. Ανθός αλατιού, κάπαρη και κρίταμος στα άγρια βράχια, άγρια σπαράγγια στις ήμερες αμμουδιές, η τροφαντή ελιά καλαμών, το λάδι και η μυζήθρα από τις Κροκεές, το μέλι από τα θυμάρια που πνίγουν σαν βάτα τον νομό, οι αγκινάρες της Μικρομάνης και τα κρεμμύδια από τα Βάτικα, οι ντομάτες από τη Γλυκόβρυση, τα πορτοκάλια της Σκάλας, τα σύκα των Μολάων, οι τσακώνικες μελιτζάνες, η ρίγανη από τον Ταύγετο… υλικά ένα προς ένα έχουν ήδη πάρει, ή αξίζουν, ΠΟΠ και ΠΓΕ. Και ο κήπος (μποστάνι στην υπόλοιπη Ελλάδα) ακόμα αναπόσπαστο κομμάτι του σπιτικού.

Μια γη ευλογημένη και μια κουζίνα που χαρακτηρίζεται πόβρε (φτωχική) σήμερα, με ταπεινά υλικά μεν, εξαιρετικής ποιότητας δε.

Προς μεγάλη μου ευχαρίστηση την ίδια κουζίνα τιμά και ο σεφ του Κινστέρνα, και στο τραπέζι μας καταφτάνουν παραδοσιακά ντόπια πιάτα με συστατικά που προέρχονται από τον κήπο του κτήματος και από μικρούς παραγωγούς και κτηνοτρόφους της περιοχής. Τσαίτι (πίτα με χόρτα ή με φέτα και δυόσμο) ψημένο στο μαντέμι, λαχταριστές οβριές με λεμόνι και λαδάκι, το κατσικάκι με τις αγκινάρες και τις πατάτες κομμένες κυδωνάτες που συνοδεύει όλα τα εορταστικά γεύματα της οικογένειάς μου (ονομαστικές εορτές, γενέθλια, βαφτίσεις, γάμους, χριστούγεννα και πάσχα, εθνικές επετείους και γενικώς γιορτές, και οποίες συμπεριλαμβάνονται οι Κυριακές των εκλογών). Βολβοί τουρσί, λαλάγγια, λαδοτύρι από τα Κουλέντια, τουλουμοτύρι, αγριελιές και χειροποίητες γκόγκες (ζυμαρικά της περιοχής) καψαλισμένες με βούτυρο και φρέσκια μυζήθρα. Και φυσικά, μελωμένη γουρουνοπούλα στο φούρνο, η Κορώνα της περιοχής.

Τα πολλαπλά πλεονεκτήματα του όντως μοναδικού αυτού design boutique hotel  είναι αμέσως εμφανή: Η θέα στο βράχο και την πολιτεία της Μονεμβασιάς, τα όμορφα αναστηλωμένα κτήρια του ξενοδοχείου, η στέρνα που δεσπόζει μπροστά από το αρχοντικό με τα νούφαρα και τα χρυσόψαρα, το επιμελώς ατημέλητο κτήμα γεμάτο πρόβατα, άλογα και γαϊδουράκια, το σύγχρονο κτήριο που φιλοξενεί το all-day εστιατόριο Μουριές αλλά και το μπαρ με τα φρούτα του κτήματος να κάνουν πάρτυ στα κοκτέιλς. Το fine dining εστιατόριο Στέρνα με την γκουρμέ προσέγγιση των ντόπιων υλικών και την φίνα αίσθηση του exclusive, οι τολμηρές διακοσμητικές ιδέες, η η υψηλή αισθητική. Και φυσικά οι άνθρωποι που φροντίζουν ήσυχα και διακριτικά να κάνουν την διαμονή σου όσο πιο άνετη.

Όμως είναι η κουζίνα του Κινστέρνα που δίνει για μένα το στίγμα της φιλοσοφίας του ξενοδοχείου. Είναι η κουζίνα που μιλάει στο συναίσθημα κατευθείαν. Τα συστατικά της βρίσκονται διάσπαρτα στο παλιό αγρόκτημα: το πατητήρι και το λιοτρίβι, το αποστακτήριο, ο ξυλόφουρνος, οι πεζούλες με τα κηπευτικά και τα μυρωδικά, ο οπωρώνας και το αμπέλι.

Είναι βέβαιο πως όταν ο Αντώνης Σγαρδέλης αποφάσισε να αγοράσει το αγρόκτημα των Καπιτσίνι για να το μετατρέψει σε boutique design hotel, ήταν αυτή η ανάγκη του για ποιότητα ζωής που τον ενέπνευσε να μετατρέψει τα 90 στρέμματα που περιβάλλουν το Κινστέρνα, με τις αιωνόβιες ελιές και τον πορτοκαλεώνα, σε ένα εύφορο τόπο που παράγει λάδι, εληές, τσίπουρο και κρασί από Κυδωνίτσα -την ντόπια ποικιλία που αναβίωσαν όμορφα οι αμπελουργοί της περιοχής και για την οποία θα ακούσουμε πολλά στο άμεσο μέλλον, και κυρίως το φημισμένο «Μονεμβασία-Malvasia», το πολυβραβευμένο κρασί που πήρε Π.Ο.Π.

Μπορεί να ακούγεται παράδοξο, αλλά αυτή η agro-chic προσέγγιση σε συνδυασμό με το πάντρεμα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής με την παράδοση, αναδεικνύουν το Κινστέρνα ως το πιο cool ξενοδοχείο της Ελλάδας. Το ξενοδοχείο που επαναπροσδιόρισε την έννοια της λέξης πολυτέλεια.

 

The post Γιατί πιστεύω ότι αυτό είναι το πιο cool ξενοδοχείο της Ελλάδας appeared first on Peoplegreece.com.

πηγή



ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ!