
Χριστίνα Σάλτη: Η ιστορία της οικογένειάς της που τη σημάδεψε
«Είναι η Ελληνίδα Salma Hayek» μου είπαν τα κορίτσια του περιοδικού, όταν τους είπα πως πάω για συνέντευξη με τη Χριστίνα Σάλτη. Φυσικά και τις θεώρησα υπερβολικές, αν και μου έκανε εντύπωση μια τραγουδίστρια να έχει τέτοια αποδοχή από γυναίκες. Φυσικά διαψεύστηκα. Η «Ελληνίδα Salma Hayek» αποδείχτηκε πως έχει ταμπεραμέντο Λατίνας: Μιλάει γρήγορα, γελάει δυνατά, είναι υπερκινητική, έντονη, παραστατική. Για άλλη μια φορά διαψεύστηκα. Μία ώρα συζήτησης με τη Χριστίνα είναι αρκετή για να σπάσουν τα στερεότυπα που συνοδεύουν τα κορίτσια που κάνουν καριέρα στις πίστες. Έχω απέναντί μου τη ζωντανή εξαίρεση.
Η Χριστίνα είναι χαρούμενη, παρόλο που η συνέντευξη γίνεται Δευτέρα με συννεφιά. Στην καριέρα της όλα κινούνται γρήγορα, αφού πριν από μερικές ημέρες κυκλοφόρησε από την Platinum το νέο της τραγούδι «Σιγά» (στίχοι/μουσική: Βασίλης Δήμας, παραγωγή: Κωνσταντίνος Παντζής). Θα ακολουθήσει το βιντεοκλίπ και με την έλευση του 2017 θα ξεκινήσει με τους συνεργάτες της στη δισκογραφική την ανεύρεση τραγουδιών για το πρώτο της άλμπουμ, σε μια εποχή που οι δισκογραφικές κάνουν άλμπουμ μόνο σε πολύ επιλεγμένους καλλιτέχνες. «Ένα όνειρό μου γίνεται πραγματικότητα. Το ήθελα πολύ αυτό και γίνεται σε μια εποχή πολύ δύσκολη για τη δισκογραφία» μου λέει. Η επιλογή του τραγουδιού είναι ένας γρίφος, όχι όμως και τόσο δύσκολος για τη Χριστίνα. «Είμαι αυθόρμητη, δεν σκέφτομαι αν το τραγούδι που ακούω είναι ραδιοφωνικό ή τι μπορεί να αρέσει στον κόσμο. Αυτή είναι δουλειά της εταιρείας». Εκείνη επιλέγει μέχρι τώρα τραγούδια αισιόδοξα, «γιατί έτσι είμαι από τη φύση μου. Έχει τύχει φυσικά να πω και πιο στενάχωρα. Όπως όλοι οι άνθρωποι, έτσι κι εγώ, έχω περάσει ερωτικές απογοητεύσεις, αλλά πάντα κοιτάζω τη θετική πλευρά των πραγμάτων. Λειτουργώ έτσι και στην προσωπική μου ζωή. Το περνάω μόνη μου, χωρίς να καταλάβει κανείς τίποτε, κοιτάζω πάντοτε μπροστά. Ποτέ δεν μένω πίσω». Άλλωστε, η ίδια υποστηρίζει πως δεν είναι από τους ανθρώπους που, αν της συμβεί το οτιδήποτε στενάχωρο, θα μείνει σιωπηλή και σκυθρωπή σε κάποια γωνία. «Μου αρέσει να επικοινωνώ. Θεωρώ πως είμαι ανοιχτό βιβλίο. Ανοίγομαι χωρίς να θέλω να επικοινωνήσω τη στενοχώρια μου».
Τα πτυχία και η οικογενειακή παράδοση
Καμαρώνει για τις ποντιακές ρίζες της, ενώ λόγω Αγρινίου, που είναι ο τόπος καταγωγής της, έχει ακούσματα σχεδόν από όλα τα είδη παραδοσιακής μουσικής. Παράλληλα, πήρε το πτυχίο της στο ελαφρύ τραγούδι και το μιούζικαλ και ξεκινάει τις σπουδές της και στο κλασικό ρεπερτόριο. «Μου αρέσει να έχω σφαιρική άποψη για τη μουσική και ταυτόχρονα να μαθαίνω. Αυτό δεν σημαίνει πως θα τραγουδήσω κλασική μουσική. Το ζητούμενο είναι να εξελίσσεται ένας άνθρωπος. Όσο καλύτερος γίνεται κανείς, τόσο καλύτερα θα του πηγαίνουν τα πράγματα και επιπλέον θα έχει ένα πιο ευρύ φάσμα επιλογών».
Τα δύο τελευταία χρόνια τα μιούζικαλ κάνουν δυναμική επανεμφάνιση στα εγχώρια θεατρικά πράγματα. «Έχω δει διάφορα μιούζικαλ, κυρίως στο Λονδίνο. Βλέπω πως έχουν μπει δυναμικά και στα θεατρικά πράγματα της χώρας. Αλλά προσωπικά, δεν με έχω σκεφτεί σε κάποιο ρόλο. Θα είναι μια όμορφη πρόκληση για μένα. Προς το παρόν, περιμένω να δω το ελληνικό Mamma Mia!».
Η Χριστίνα προέρχεται από μουσική οικογένεια. «Ο παππούς μου έπαιζε βιολί, ο θείος μου τραγουδούσε – από την εποχή ακόμη που σπούδαζε στην Ιταλία ήταν σε γκρουπ, αλλά τελικά έγινε φαρμακοποιός. «Στο σπίτι υπήρχε η άποψη πως αυτό δεν είναι δουλειά, “θα πρέπει να δουλεύεις πρωί, όπως κάθε φυσιολογικός άνθρωπος, να κάνεις οικογένεια…” μου έλεγαν. Ο αδελφός του παππού μου μου έλεγε: “καλλιτέχνης; Θα πεθάνεις στην ψάθα!”. Με άγχωναν αυτά. Είχα στο μυαλό μου πως έπρεπε να σπουδάσω». Ο παππούς μου δεν ήθελε να ασχοληθεί κανένα μέλος της οικογένειας επαγγελματικά με το τραγούδι. Για παράδειγμα, και η μαμά μου διαθέτει πολύ όμορφη φωνή, αλλά δεν της επέτρεψε να ασχοληθεί επαγγελματικά».
Αυτό ακριβώς το απωθημένο της μαμάς της για το τραγούδι στάθηκε η αιτία για να κάνει η Χριστίνα τα πρώτα της βήματα στο τραγούδι, κρυφά από την υπόλοιπη οικογένεια. Και όχι, αυτά τα βήματα δεν έγιναν σε κάποια εντυπωσιακή πίστα, όπου πάνω της βρίσκονται εκατοντάδες γαρίφαλα. «Τραγουδούσα για πλάκα με την παρέα μου. Και ήρθε ένα παιδί και μου είπε να ξεκινήσω να δουλεύω για ένα μαγαζί στην Καλλιθέα, που διοργάνωνε γάμους και βαφτίσεις. Την άλλη μέρα, βγήκα και τραγούδησα. Στη συνέχεια με παρακαλούσαν να πάω για οντισιόν σε ένα άλλο μαγαζί και τους έλεγα συνεχώς “όχι”. Έτσι, δίχως λόγο. Τελικά, πήγα με φόρμες. Τώρα που τα συζητάμε όλα αυτά, ίσως και να είμαι λίγο “τραβάτε με και ας κλαίω”, μάλλον λόγω των ριζωμένων πεποιθήσεων στην οικογένεια».
Ήταν μόλις 17 ετών. Μόλις είχε περάσει στη σχολή Ιταλικής Φιλολογίας, την οποία επέλεξε επειδή είχε πάρει ήδη το πρώτο πτυχίο της στα ιταλικά. Τη γλώσσα την επέλεξε… έτσι, επειδή της καρφώθηκε. «Αυθόρμητα μας ήρθε με μια φίλη μου να ξεκινήσουμε μαθήματα ιταλικών. Όλα έτσι τα κάνω στη ζωή μου» λέει χαμογελώντας.
Το ξεκίνημά της στο τραγούδι ήταν δύσκολο, αλλά σταδιακά άρχισε να πατάει στα πόδια της και τότε στο διάβα της βρέθηκε ο Γιώργος Αρσενάκος, που την πήρε από το χέρι και συνεχίζει ακόμη να της το κρατά. Η καριέρα της είναι σταθερά ανοδική στο πέρασμα των χρόνων, αντιστρόφως ανάλογο δηλαδή με όσα συμβαίνουν στην πλειοψηφία των παιδιών των talentshows. Η ίδια δηλώνει πως θα συμμετείχε, αν ξεκινούσε τώρα. «Μπορεί να ξεχωρίσεις σε ένα talent show, αλλά η δημοσιότητα που θα κερδίσεις δεν λέει τίποτε από μόνη της, αν δεν δουλέψεις. Χρειάζεται όμως να έχεις έναν καλό κύκλο ανθρώπων –οικογένεια, φίλους, ανθρώπους δισκογραφικής–, που να σε βοηθήσουν να διαχειριστείς σωστά αυτή τη δημοσιότητα και να λειτουργήσει προς όφελος της δουλειάς σου. Ακόμη και να κάνεις ένα τραγούδι επιτυχία, αυτό δεν σημαίνει πως θα γίνει και το επόμενο. Απαιτείται σκληρή δουλειά και να εξελίσσεσαι καλλιτεχνικά και σε προσωπικό επίπεδο».
Το τραγούδι και η ιστορία της οικογένειας που τη σημάδεψε
Η σκέψη να παρατήσει το τραγούδι τής έχει περάσει κάποιες φορές από το μυαλό, αλλά ποτέ δεν ήταν πιο ισχυρή από την αγάπη της για αυτό. Πήρε το πτυχίο της στα ιταλικά, που το ζητούσε επίμονα η οικογένειά της, για να «έχω ένα χαρτί και να είμαι εξασφαλισμένη. Αλλά δεν υπάρχει καμία δουλειά στις ημέρες μας που να είναι εξασφαλισμένη» τονίζει εκείνη. «Ακόμη και οι άνθρωποι που πιστεύεις πως δεν σε βοηθούν από εσένα περιμένουν να δουν το κάτι παραπάνω, για να πιστέψουν σε σένα και να ασχοληθούν μαζί σου. Αυτό είναι ένα βίωμα που έχω από τη δουλειά». Πηγαίνοντας την κουβέντα ένα βήμα παρακάτω, η Χριστίνα μιλά για την κατάσταση που βιώνει η γενιά της: «Οι γονείς μας είχαν όνειρο να μπούμε στο Δημόσιο. Ήθελαν να μας εξασφαλίσουν με αυτό τον τρόπο. Ξαφνικά όλα ανατράπηκαν. Οι σπουδές δεν μπορούν από μόνες τους να σου εξασφαλίσουν τίποτα».
Με τα ιταλικά μπορεί να μην ασχοληθεί ποτέ. Ή μπορεί μια ημέρα να ξυπνήσει και να το κάνει. Ούτε καν η ίδια δεν μπορεί να το προβλέψει, αφού της αρέσει να αφήνει τη ζωή της να κυλά πέρα από μακρόπνοους σχεδιασμούς και εκείνη απλά να επιλέγει τις προκλήσεις και τα στοιχήματα που θα βάλει μαζί της. Η Χριστίνα διαθέτει έναν έμφυτο καλώς εννοούμενο τσαμπουκά, γνώρισμα των Ποντίων. «Πρόσφατα έμαθα την ιστορία των προπαππούδων μου, που ήρθαν πρόσφυγες από την Τραπεζούντα στην Ελλάδα. Η προγιαγιά μου στη διάρκεια αυτής της πορείας έχασε έξι παιδιά από την πείνα. Εδώ έφτασαν με ένα παιδί. Στην αρχή εγκαταστάθηκαν στην Κέρκυρα, όπου άνοιξε τσαγκαράδικο. Η δουλειά πήγαινε καλά, αλλά δεν τους μιλούσε κανείς. Όταν έμαθαν πως υπάρχουν δικοί τους από τον Πόντο στο προσφυγικό χωριό Μπαμπαλιό, στην Αιτωλοακαρνανία, τα άφησαν όλα και πήγαν να ζήσουν εκεί, κοντά σε ανθρώπους που θα μπορούσαν να τους νιώσουν. Ο παππούς μου έκανε πολλές δουλειές, πέρασε πολλά, αλλά κατάφερε να προικίσει τα παιδιά του. Άρα είναι στο DNA μου να είμαι αγωνίστρια. Δεν το βάζω κάτω». Η ψυχολογική φόρτιση της διήγησης έκανε τη Χριστίνα να βουρκώσει για λίγο και, αφού ζητά να τη συγχωρήσω για ένα λεπτό, αρχίζει και πάλι να χαμογελά.
Διαβάστε όλη τη συνέντευξη στο People, που κυκλοφορεί αυτή την Κυριακή, μαζί με το Πρώτο Θέμα.