Andy Partridge (XTC) • Hit Channel


HIT CHANNEL ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Νοέμβριος 2017. Είχαμε την μεγάλη τιμή να μιλήσουμε μ’έναν θρυλικό μουσικό: τον Andy Partridge. Είναι περισσότερο γνωστός ως τραγουδιστής, κιθαρίστας και συνθέτης των XTC, ενός από τα καλύτερα συγκροτήματα των τελευταίων 40 ετών. Η δισκογραφική εταιρία του Andy, Ape House, μόλις κυκλοφόρησε μια εντυπωσιακή εμπλουτισμένη remastered έκδοση του Black Sea” album των XTC. Διαβάστε παρακάτω τα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα που μας είπε:

 

Είστε ικανοποιημένος με το remix του Steven Wilson  για το “Black Sea” (1980) album;

Απολύτως! Είμαι περισσότερο από ευτυχής με όλα αυτά τα remix που έχει κάνει μέχρι στιγμής και είμαι πολύ χαρούμενος που το κάνει με μεγάλη αγάπη, γιατί είναι μεγάλος οπαδός των XTC. Δίνει πολλή αγάπη και μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια. Μιλάμε συνεχώς στο τηλέφωνο. Μου στέλνει ενημερώσεις συνεχώς για όλες τις μίξεις και λέω: «Μπορούμε να δοκιμάσουμε λίγο περισσότερο αυτό το είδος reverb; Μπορείς να κάνεις αυτό το κομμάτι λίγο πιο ήσυχο ή λίγο ελαφρύτερο;» Δεν υπάρχει πουθενά το εγώ του. Θέλει μόνο να ευχαριστήσει. Προσεγγίζει το όλο project ως ένας μεγάλος οπαδός.

 

Πρόσφατα, γράψατε στίχους για το τραγούδι “To the Bone” από το ομώνυμο album του Steven Wilson. Ο Steven δήλωσε: «Μιλάει για την έννοια της αλήθειας στην εποχή του Trump ως μια ελαστική ιδέα». Συμφωνείτε με αυτήν την περιγραφή;

Απολύτως, πιστεύω ότι ο Trump είναι ο απόλυτος ναρκισσιστής και νομίζω ότι οι Αμερικανοί ήταν εξαιρετικά ανόητοι να ψηφίσουν αυτό τον άνθρωπο να έρθει στην εξουσία, αν στην πραγματικότητα τον ψήφισαν για να έρθει στην εξουσία. Νομίζω ότι οι Αμερικανοί, η φράση που χρησιμοποιούμε είναι «έχασαν την σοβαρότητά τους», πράγμα που σημαίνει ότι έχουν σκορπίσει το σπουδαίο έργο του παρελθόντος ψηφίζοντας αυτόν τον άνθρωπο. Ναι, το τραγούδι “To the Bone” δεν ξεκίνησε ποτέ ως τραγούδι για την αλήθεια. Μου έστειλε την μουσική χωρίς τους στίχους. Πέρα απ’αυτό, στην εισαγωγή του τραγουδιού, υπήρχε ένας Αμερικανός φίλος του που μιλούσε για τα φυλετικά προβλήματα στην Αμερική, οι μαύροι και οι λευκοί και ούτω καθεξής. Είπα στον Steven: «Θα είναι πολύ δύσκολο για μένα να το γράψω αυτό μ’ έναν ισορροπημένο τρόπο, επειδή πάντα ήμουν λευκός και είναι πολύ δύσκολο να δω από την άλλη πλευρά της ιστορίας. Είπε: «Λοιπόν, ο μόνος στίχος που μου αρέσει είναι οι ασυναρτησίες μου στο τραγούδι». Επειδή τραγουδάει «λα-λα-λα», «μπα-μπα-μπα», «νταν-νταν», «μπλα-μπλα-μπλα» … Νιώθει ότι αυτή είναι η φύση του τραγουδιού. Μου είπε: «Μου αρέσει πολύ η ιδέα να κάνω “νταν και νταν” αλλά δεν ξέρω πού πηγαίνω κάνοντας “νταν”». Είπα: «Ίσως προσπαθείς να φτάσεις στην αλήθεια» και ξαφνικά όλο το τραγούδι έγινε για την φύση της αλήθειας: Το πόσο διαφορετική είναι για τον καθένα και το πώς χειραγωγείται η επιθυμία για αλήθεια και το πόσο κάμπτεται για τόσους πολλούς ανθρώπους, για διαφορετικούς  -συνήθως κακούς- σκοπούς.

 

Ήταν μια δύσκολη διαδικασία να δημοσιεύσετε το βιβλίο “Complicated Game: Inside the Songs of XTC” με τον Todd Bernhardt;

Υπήρχαν ένα-δυο βιβλία για τους XTC στο παρελθόν και ήμουν αρκετά απογοητευμένος μ’ αυτά. Επειδή είμαι φίλος με τον Todd, έκανα μια σειρά από συνεντεύξεις που αρχικά μπήκαν στο Διαδίκτυο. Μου τηλεφωνούσε κάθε μήνα και έλεγε: «Ας μιλήσουμε για αυτό το τραγούδι» και μιλούσαμε για περίπου μία ώρα για οποιοδήποτε κομμάτι οποιουδήποτε album των XTC. Μετά, όσο περνούσαν τα χρόνια, έλεγε: «Είναι κρίμα που δεν βγήκε ποτέ σε βιβλίο, επειδή άρεσε πραγματικά στον κόσμο». Έκανε την πρόταση προς έναν εκδότη στην Αγγλία, την Jawbone, και τους άρεσαν πολύ οι ιδέες. Έτσι, το “Complicated Game” σε κάποιο βαθμό αποκαθιστά την απογοήτευσή μου για τα προηγούμενα βιβλία και ελπίζω να υπάρξει “Vol. 2”, που είναι στα σκαριά, όπου θα τυπωθούν και θα εμπλουτιστούν περισσότερες τέτοιες συνεντεύξεις. Ναι, νομίζω ότι είναι το καλύτερο βιβλίο για τους XTC μέχρι στιγμής.

 

Κάποιοι άνθρωποι θα έλεγαν ότι στο “Complicated Game” αποκαλύπτετε τα μυστήρια της σύνθεσης. Θα προτιμούσαν τη μυθολογία από την αλήθεια. Ποια είναι η στάση σας απέναντι στην μυστικότητα;

Δεν μου αρέσει. Μου αρέσει να αποκαλύπτω όλα τα μαγικά κόλπα. Για μένα, όταν παρακολουθώ έναν μάγο, μπορεί να εντυπωσιαστώ από το κόλπο, αλλά θα ήμουν περισσότερο εντυπωσιασμένος και θα έβρισκα τον μάγο καλύτερο, αν μάθω πώς κάνουν αυτό το κόλπο. Είμαι λίγο σαν χειρουργός όσον αφορά αυτό: πρέπει να ξέρω πώς λειτουργεί το ανθρώπινο σώμα. Πρέπει να γνωρίζω πού συνδέεται ο κάθε αγωγός και ποια λειτουργία κάνει το κάθε όργανο. Συνειδητοποίησα ότι ο καλύτερος τρόπος για να το κάνεις αυτό είναι να το κάνεις με έναν νεκρό, άρα δεν έχεις το ζωντανό μυστήριο αυτού του ατόμου. Τείνω να το κάνω με όλη την μουσική που μου αρέσει. Πρέπει να ξέρω πώς γίνεται και αν ακόμα θέλουν να διατηρήσουν το μυστήριο των τραγουδιών των XTC, τότε να μην αγοράσουν το βιβλίο.

 

Ποια είναι τα νεότερα από την APE House;

Προσπαθώ να να ενημερώνω τον κόσμο κάθε φορά που κάνω κάποια πράγματα. Η APE ξεκίνησε αρχικά ως μια γνήσια δισκογραφική εταιρεία όπου ήλπιζα να δώσω στον κόσμο αυτό που νόμιζα ότι ήταν πραγματικά καλό: Μια ευκαιρία να ακουστεί η μουσική τους. Δυστυχώς, τους έδωσα πάρα πολύ καλούς όρους και έχασα πολλά χρήματα, επειδή αυτοί οι άνθρωποι συχνά δημιουργούσαν μουσική μόνο στο υπνοδωμάτιο τους ή στην κουζίνα τους ή ιδιωτικά. Δεν ήταν μουσικοί που έκαναν περιοδείες και έτσι έπρεπε να αλλάξω την φύση της APE όσο περνούσαν τα χρόνια και ουσιαστικά να σταματήσω να χάνω χρήματα. Προσπάθησα όμως να δώσω σε άγνωστους μουσικούς την ευκαιρία να ακουστούν και νομίζω ότι το έκανα αρκετά καλά, αλλά ήταν χασούρα για μένα.

Έτσι, σε ο,τιδήποτε της APE τώρα πρέπει να συμμετέχω, όπως για παράδειγμα στο album “Gonwards” (2012) με τον Peter Blegvad (σ.σ: Slapp Happy -κιθάρα). Σ’αυτό βρίσκομαι εγώ και ο Stuart Rowe που γράψαμε την μουσική και ο Peter Blegvad τραγουδά ή απαγγέλλει την ποίησή του που είναι συνυφασμένη με τη μουσική. Είμαι αναμεμειγμένος σε αυτό μ’ έναν δημιουργικό τρόπο, έτσι αυτό κυκλοφόρησε από την APE. Το “Powers” (2010) το album όπου προσπάθησα να δημιουργήσω τη μουσική που άκουγα μέσα μου ως παιδί, όταν κοιτούσα τα εξώφυλλα επιστημονικής φαντασίας του Αμερικανικού καλλιτέχνη Richard M. Powers. Ως παιδί, ήμουν πολύ αργός αναγνώστης, αλλά απολάμβανα ν’ ανακατευτώ τα εξώφυλλα των βιβλίων του. Άκουγα αυτήν την ασυνήθιστη μουσική στο κεφάλι μου, οπότε το album “Powers” ήταν μια προσπάθεια ν’ αναδημιουργήσω τη μουσική που άκουγα μέσα μου ως παιδί. Έτσι, κάθε project με το οποίο ασχολούμαι θα κυκλοφορήσει από την APE και φυσικά κάθε φορά που θα έχουμε χρόνο να κοιτάξουμε τα προηγούμενα έργα των XTC και να τα διευρύνουμε ή να τα κάνουμε πιο ενδιαφέροντα για τον κόσμο, και αυτά θα είναι επίσης στην APE.

 

Πώς συνέβη να γράψετε το τραγούδι “You Bring the Summer” από το τελευταίο album των Monkees, “Good Times!” (2016);

Όλα συνέβησαν επειδή πριν από πολλά χρόνια κάναμε ένα album στο Λος Άντζελες με τίτλο “Oranges & Lemons” (1989) και ένας νέος ήρθε και μας ζήτησε μια συνέντευξη. Δεν μπορώ να θυμηθώ για ποιο λόγο ήταν η συνέντευξη, ήταν για κάποιο fanzine ή κάτι πολύ μικρό νομίζω. Το όνομά του ήταν Andrew Sandoval και έκανα τη συνέντευξη μαζί του και ήταν πολύ ευγνώμων. Πολλά χρόνια αργότερα έγραψε ένα βιβλίο για την ιστορία των Monkees μέρα με τη μέρα και μου έστειλε ένα αντίτυπο και ήταν πολύ ενδιαφέρον ανάγνωσμα, γιατί ήμουν fan των The Monkees ως παιδί. Αργότερα, κατάφερε να γίνει ο manager των The Monkees και με ήλθε σε επαφή με μένα και μου είπε: «Κοίτα, πρόκειται να κάνουν κάτι σαν ένα album επιστροφής και ήσουν πολύ καλός προς εμένα δίνοντάς μου αυτή τη συνέντευξη πριν από πολλά χρόνια. Θα ήθελα ν’ ανταποδώσω την χάρη και να σου ζητήσω να γράψεις κάποια τραγούδια για τους The Monkees αν θέλεις». Ήμουν χαρούμενος. Ήταν σαν ένα παιδικό όνειρο να γίνεται πραγματικότητα. Έγραψα δύο νέα τραγούδια και του τα έστειλα. Είχα ένα-δυο άλλα, αλλά τα είχα από δω κι από κει. Ηχογράφησαν τα δύο καινούργια που έγραψα και τα έκαναν αρκετά καλά. Έτσι, απλά ήταν αυτός που ανταπέδωσε μια χάρη μετά από χρόνια. Χαίρομαι που το έκανε, επειδή ήταν ευχαρίστηση να δουλεύεις για τους The Monkees. Μ’άρεσαν ως παιδί. Εξακολουθούν να μου αρέσουν.

 

Απογοητεύεστε όταν άλλοι καλλιτέχνες, όπως για παράδειγμα οι Blondie, απορρίπτουν τα τραγούδια που γράφετε γι’ αυτούς;

Ναι, είναι απογοητευτικό και συνήθως ακούω τα albums για τα οποία οι καλλιτέχνες μου ζητούν να γράψω και στη συνέχεια με απορρίπτουν. Συνήθως τα ακούω και σκέφτομαι: «Χμ, τα τραγούδια μου που απορρίψατε είναι καλύτερα απ’ όλα τα τραγούδια που συνεχίσατε να δουλεύετε και ηχογραφήσατε». Αυτό αντιμετωπίζω. Σχεδιάζω μια σειρά από albums όπου θα κυκλοφορήσω τα τραγούδια που έχω γράψει για άλλους καλλιτέχνες και δεν τα ηχογράφησαν. Αυτή τη στιγμή, έχει έκταση μεταξύ τεσσάρων και έξι albums. Ναι, είναι πολύ απογοητευτικό και δεν το καταλαβαίνω, γιατί, όπως είπα, τα τραγούδια μου που απορρίπτουν είναι συνήθως καλύτερα από κάποια άλλα που κατέληξαν να ηχογραφήσουν. Έτσι, αποτελεί μυστήριο και νομίζω ότι σχετίζεται με τον εγωισμό και την αίσθηση του τί είναι cool. Ποτέ μα ποτέ δεν υπήρξα “cool”, κάτι για το οποίο είμαι αρκετά περήφανος (σ.σ: παρομοίως). Αυτή η μυθική ιδέα του τι είναι “cool”… Οι XTC ή εγώ δεν ήμασταν ποτέ cool.

 

Πόσο σημαντικό ήταν για την καριέρα των XTC το πρώτο Peel session τον Ιούνιο του 1977;

Ο John Peel ήταν υπεύθυνος που υπογράψαμε δισκογραφικό συμβόλαιο. Ήταν απίστευτα-απίστευτα σημαντικός σ’όλη την ιστορία των XTC. Η φράση είναι «δεν μας ήξερε ούτε η μάνα μας». Κάναμε συναυλίες στο Λονδίνο και ο κόσμος ερχόταν να μας δει, ήταν απλά σε μικρές pub και τέτοια πράγματα στο Λονδίνο. Μικρές pub, μικροί συναυλιακοί χώροι, μερικοί από αυτούς ξέρεις ήταν πολύ μικροσκοπικοί. Βρισκόμαστε στο 1977, προσπαθούμε να δημιουργήσουμε αυτή την μουσική εδώ και λίγα χρόνια, στην πραγματικότητα από το 1972. Προσπαθούσαμε να υπογράψουμε ένα δισκογραφικό συμβόλαιο και δεν συνέβη τίποτα, δεν λειτούργησε τίποτα. Στείλαμε μια κασέτα με μερικές demo ηχογραφήσεις στον John Peel και συμπεριλάβαμε μια αφίσα, ένα φυλλάδιο που είχα σχεδιάσει, ένα είδος παρωδίας ενός comic τρόμου και υπήρχε αυτός ο άνθρωπος ρομπότ-ζόμπι που αποσυντίθεται καθώς φιλάει μια όμορφη starlet του Hollywood. Υπήρχε ένα μικρό κουτί στο κάτω μέρος της αφίσας που έγραφε: “Insects. Iron. Lost ‘n’ Raise”. Ήταν σαν εντυπωσιακές χαρακτηριστικές λέξεις που μπορούσες να βρεις στο εξώφυλλο ενός comic της δεκαετίας του ’50 και του ’60. Έμοιαζε να του αρέσει αυτό. Είπε ότι αυτό το πράγμα τον τράβηξε στην συναυλία, όχι απαραιτήτως η μουσική. Ήταν πολύ ευχαριστημένος με αυτή την αφίσα και τόσο χαρούμενος μ’ αυτό το μικρό κουτί που στο κάτω μέρος έγραφε “Insects. Iron. Lost ‘n’ Raise” που ήρθε στην συναυλία που παίζαμε στο Λονδίνο. Ήταν προφανώς εντυπωσιασμένος από αυτό που είδε και είπε: «Πρέπει να έρθετε και να ηχογραφήσετε ένα session για το BBC, για την εκπομπή μου». Μόλις ηχογραφήσαμε αυτό το sessionγια το BBC, ξαφνικά τρεις ή τέσσερις δισκογραφικές εταιρίες ήθελαν να μας υπογράψουν. Έτσι, ήταν το μαγικό άγγιγμα. Ο,τιδήποτε άρεσε στον John Peel, οι δισκογραφικές εταιρείες σκέφτονταν αμέσως: «Λοιπόν, αυτό πρέπει να είναι καλό. Καλύτερα να το τσεκάρουμε σοβαρά». Είναι ο πατέρας της καριέρας μας.

 

Πιστεύετε ότι η δημιουργική ένταση ανάμεσα σε εσάς και τον Todd Rundgren βοήθησε τελικά το “Slylarking” (1986) album;

Όχι, δεν νομίζω ότι βοήθησε. Νομίζω ότι έκανε δύσκολο να το ηχογραφήσουμε. Ο Todd είναι ένας άνθρωπος που συνηθίζει να κάνει τα πράγματα με τον δικό του τρόπο και συνηθίζει να περνούν οι παραγωγές από τα χέρια του μάλλον γρήγορα. Δεν του αρέσει καμία διαφωνία ή οποιαδήποτε αμφισβήτηση επειδή αυτό επιβραδύνει τη διαδικασία για τον ίδιο και δεν μπορεί να προχωρήσει στην επόμενη παραγωγή. Είμαι κάποιος που θέλει να έχει λόγο στο πώς θα βγει το μωρό μου. Δεν μου αρέσει να είμαι η έγκυος μητέρα που οδηγείται στον διάδρομο με τον κόλπο μου κολλημένο στον τοίχο και ο γιατρός απλά να το τραβάει έξω και να το πετάει σ’ένα πιάτο και να λέει: «Μπορείτε να μου φέρετε την επόμενη;» Είμαι μια μητέρα που θέλει αυτό το παιδί να γεννηθεί όσο το δυνατόν καλύτερα. Ο Todd Rundgren είναι ένας υπέροχος-υπέροχος ενορχηστρωτής. Μπορεί να ενορχηστρώσει τα πράγματα απλά τέλεια και ξέρει πώς να το επεξεργαστεί και να φτάσει στην ουσία του τραγουδιού. Αλλά είναι φριχτός μηχανικός ήχου και είναι πραγματικά-πραγματικά απαίσιος ως παραγωγός. Αν ήταν γιατρός, ο τρόπος που συμπεριφέρεται θα σκότωνε τους περισσότερους ασθενείς του, αλλά ως ενορχηστρωτής είναι θαυμάσιος. Λοιπόν, ήταν πολύ δύσκολο να το κάνω, γιατί ήμουν υποχρεωμένος να το βουλώνω και να καταπίνω τα σχόλιά μου για τα δικά μου τραγούδια, κάτι που είναι εξαιρετικά δύσκολο να το κάνω. Επειδή τα τραγούδια μου είναι τα παιδιά μου.

 

Ξαφνιαστήκατε με την εμπορική επιτυχία του τραγουδιού “Dear God”;

Ναι, ξαφνιάστηκα. Πήγα σε μια συνάντηση με την Virgin Records αφότου τελείωσε το album. Η θέση του ήταν αρχικά στη δεύτερη πλευρά του album. Είπαν: «Κοίτα, νομίζουμε ότι αυτό το τραγούδι θα αναστατώσει τους Αμερικανούς, στην πραγματικότητα η Αμερικανική δισκογραφική εταιρεία ήταν πραγματικά νευρική μ’ αυτό το τραγούδι, λόγω του θρησκευτικού φονταμενταλισμού τους. Πιστεύεις ότι πρέπει να βγάλουμε αυτό το τραγούδι από το album και να βάλουμε κάποιο άλλο; Έχουμε ένα άλλο τραγούδι που μπορούμε να βάλουμε». Για μένα, αυτό άγγιξε ένα νεύρο γιατί σκέφτηκα ότι κατά κάποιον τρόπο απέτυχα στην αποστολή μου να γράψω το τέλειο τραγούδι για την άποψή μου για την θρησκεία, την πίστη μου ή την έλλειψη πίστης ή την επιθυμία μου να φτάσω μέχρι το κόκκαλο σε ότι αφορά τη θρησκεία. Τους είπα: «Εντάξει. Ίσως απέτυχα. Ας βγάλουμε αυτό το τραγούδι από το album» και έγινε B-side. Όλα τα τραγούδια του Colin (σ.σ: Moulding -μπάσο) θεωρούνταν από την Virgin Records ότι ίσως είναι τα singles. Είναι ο εμφανίσιμος που γράφει τις πιο ελκυστικές μελωδίες. Εγώ είμαι αυτός με τα γυαλιά που γράφει τα περίεργα πράγματα.

Έτσι, το τραγούδι του “Grass” θεωρήθηκε ότι είναι το single και έβαλαν το “Dear God” ως B-side. Μερικοί Αμερικανικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί έχουν τη συνήθεια να γυρίζουν το δίσκο και να τσεκάρουν τι βρίσκεται στην δεύτερη πλευρά και σε μερικούς σταθμούς προφανώς άρεσε το “Dear God” και άρχισαν να το παίζουν. Προκάλεσε μία από τις δύο παρακάτω αντιδράσεις: Είτε έπαιρνε ο κόσμος τηλέφωνο και έλεγε: «Αυτό είναι υπέροχο, παρακαλώ ξαναπαίξτε το. Αυτό ακριβώς πιστεύω για τη θρησκεία. Παρακαλώ ξαναπαίξτε το» ή άνθρωποι έπαιρναν τηλέφωνο και έλεγαν: «Αν ξαναπαίξετε αυτό το δίσκο, θα πετάξω μολότωφ στον σταθμό σας. Θα καείτε στην κόλαση που παίζετε αυτό το τραγούδι. Αυτός ο άνθρωπος είναι δαίμονας». Όλες οι γνωστές προσβολές του ανθρώπινου είδους εκτοξεύτηκαν πάνω μου σε αυτούς τους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Αλλά κάποιοι από τους σταθμούς συνέχισαν να παίζουν αυτό το τραγούδι και έγινε σαν το κλειδί που μας άνοιξε μεγάλο μέρος της Αμερικής σε ό,τι έχει σχέση με τους XTC. Ναι, ήταν πολύ επιτυχημένο, αλλά ακούσια επιτυχημένο, γιατί ποιος θα σκεφτόταν ότι ένα μικρό B-side θα προκαλούσε τόση αναστάτωση.

 

Ήταν μια απελευθερωτική εμπειρία να κάνετε τα albums των Dukes of Stratosphear;

Ω, είναι απολύτως υπέροχο! Συνιστώ σε κάθε καλλιτέχνη, είτε είναι μουσικός, είτε συγγραφέας ή γλύπτης, με όποια τέχνη κι αν ασχολείται, συνιστώ όλοι να έχουν μια ψεύτικη καριέρα. Εάν είσαι συγγραφέας, γράψε βιβλία μ’ άλλο όνομα για να ευχαριστήσεις τους ανθρώπους που αποτέλεσαν την έμπνευση σου όταν ήσουν νέοτερος. Ή αν είσαι μουσικός κάνε κάποιους δίσκους με άλλο όνομα με άλλο ήχο, κάτι που ίσως σου άρεσε όταν ήσουν νεότερος. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για μια καινούργια ιδέα: Οι Beach Boys έκαναν ένα album ως “Carl and the Passions” (1972). Ο Roy Wood των Move έκανε ένα album με τ’ όνομα “Eddy and the Falcons” (1974). Ποιος άλλος; Οι Beatles σχεδόν το έκαναν με το “Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band” (1967). Ο Frank Zappa έκανε ένα ψεύτικο doo-wop album (σ.σ: “Ruben and the Jets” -1968). Πρόκειται για ένα παλιομοδίτικο είδος ιδέας όπου κάνεις ένα πάρτι μεταμφιέσεων, ένα χορό μασκέ, ντύνεσαι σαν κάποιος άλλος, δρας σαν κάποιος άλλος. Βάζεις μια μάσκα και είσαι ελεύθερος να μην είσαι ο εαυτός σου. Δεν έχεις την ευθύνη του να είσαι ο εαυτός σου. Μπορείς να είσαι όποιος θες… και είχε τρομερή πλάκα.

 

Εξακολουθείτε να θεωρείτε τον εαυτό σας ως επιθετικά αισιόδοξο;

Ναι, προσπαθώ να κοιτάζω μπροστά στην ζωή. Το παρελθόν είναι πολύ επικίνδυνο. Νοσταλγία. «Νοσταλγία» δεν σημαίνει ο πόνος της ανάμνησης; Είναι αλήθεια. Πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός με το παρελθόν. Μπορεί να είναι σαν μια πλαγιά: Μπορούν να σε τραβήξουν και να σε πνίξουν. Θα πρέπει να προσβλέπεις στο μέλλον, ανεξάρτητα από το πόσο λίγος χρόνος σου μένει. Το μέλλον μου μειώνεται συνεχώς, αλλά εξακολουθώ να έχω πλάνα, σχέδια και στρατηγικές για το μέλλον. Ναι, προσπαθώ να είμαι αισιόδοξος επειδή ο κόσμος μπορεί να είναι ένα άσχημο μέρος και πρέπει να είσαι ευγενικός με τον εαυτό σου και με τους άλλους. Νομίζω ότι έχουμε μόνο μια ευκαιρία. Δεν πιστεύω στην μετά θάνατον ζωή και δεν πιστεύω στη μετενσάρκωση. Όλοι πρέπει να είμαστε όσο καλύτεροι μπορούμε με τον εαυτό μας και με τους άλλους σ’αυτήν την μοναδική ζωή που έχουμε.

 

Αντιμετωπιστήκατε πολύ άδικα επειδή κατάγεστε από το Swindon. Καταλάβατε πραγματικά τον λόγο;

Δεν τον καταλάβαινα αρχικά και ήταν εξαιρετικά οδυνηρό και απογοητευτικό. Αλλά τώρα, μπορώ να το δω απόλυτα καθαρά. Μπορώ να δω ότι το Swindon είναι μια από τις λίγες πόλεις της κωμωδίας στην Αγγλία, όπου κολλάς αυτή την ταμπέλα ότι είναι μια ηλίθια πόλη ή η πόλη της κωμωδίας. Τα πάντα από αυτήν την πόλη είναι επομένως κωμικά ή βλακώδη και απλά πρέπει να τα κοροϊδέψεις και να τα γελοιοποιήσεις. Είμαι βέβαιος ότι και η Ελλάδα έχει κάποιες πόλεις της κωμωδίας. Τώρα σκέφτεσαι. Θα σκέφτεσαι: «Πού είναι η Ελληνική πόλη της κωμωδίας, όπου όλοι απ’ αυτή την πόλη και όλα όσα νομίζουμε ότι προέρχονται απ’ αυτή την πόλη είναι ηλίθια;» Σκέψου το ενώ συνεχίζω την απάντησή μου. Ναι, ήταν πολύ δύσκολο γιατί οι Άγγλοι δεν αποδέχτηκαν ποτέ τους XTC για αυτόν τον λόγο. Οι Αμερικανοί δεν έχουν κανένα πρόβλημα, διότι το Swindon δεν σημαίνει τίποτα γι’αυτούς. Οι Ιάπωνες δεν έχουν πρόβλημα, η υπόλοιπη Ευρώπη δεν έχει πρόβλημα. Στην Αυστραλία, τον Καναδά, τη Νέα Ζηλανδία … Πουθενά αλλού δεν υπάρχει αυτό το πρόβλημα με εμάς, εκτός από την Αγγλία, εξαιτίας της κακής φήμης του Swindon ως «η πόλη της κωμωδίας». Τώρα θα μου πεις ποια είναι η Ελληνική πόλη της κωμωδίας.

 

Δεν ξέρω όσον αφορά την κωμωδία, αλλά η πόλη μου έχει πολύ κακή φήμη λόγω των φυτειών χασίς.

Αα! Άρα νομίζουν ότι είστε όλοι μαστούρια;

 

Και εγκληματίες.

Ναι, και εγκληματίες. Εξαιτίας ενός παιδικού τραγουδιού (σ.σ: “Wise Men of Gotham”), υπήρχε ένα μικρό χωριό στην Αγγλία που ονομάζεται Gotham (σ.σ: στο Nottinghamshire) και αυτό θεωρήθηκε ως το ηλίθιο μέρος απ’ όπου προέρχονται οι ηλίθιοι άνθρωποι. Τόσο πολύ, που όταν έγραψαν τις ιστορίες του Batman, τοποθέτησαν αυτές τις ιστορίες του Batman στο Gotham, το οποίο ήταν σαν το Αμερικανικό αντίγραφο αυτής της ηλίθιας πόλης στην Αγγλία. Αλλά σήμερα, το Swindon είναι η ηλίθια πόλη. Είναι απλά η φήμη, δεν ξέρω γιατί.

 

Γιατί πολλοί γνωστοί punk μουσικοί αρνούνταν ότι άκουγαν συγκροτήματα όπως οι Pink Floyd, οι Van der Graaf Generator και οι Soft Machine;

Νομίζω ότι ήταν μια νοοτροπία σχεδόν σαν το «Έτος Μηδέν» του Πολ Ποτ, όπου έπρεπε να ξεκινήσουν κάτι φρέσκο ​​και ν’αρχίσουν από το μηδέν. Όταν το άκουγα αυτό από τους μουσικούς το 1977, πίστευα ότι έλεγαν ψέματα. Πώς μπορώ να πιστέψω την μουσική τους αν λένε ψέματα για το από πού προέρχονται; Καταλαβαίνεις τι εννοώ;

 

Ναι. Για παράδειγμα, ο Johnny Rotten (Sex Pistols) ήταν τεράστιος οπαδός των Pink Floyd, αλλά φορούσε T-shirt που έγραφε «Μισώ τους Pink Floyd»;

Ναι, ακριβώς, ήταν μεγάλος οπαδός των Pink Floyd. Ο Captain Sensible (σ.σ: The Damned -φωνητικά, κιθάρα) ήταν ο μεγαλύτερος οπαδός των Soft Machine που μπορούσες ποτέ να φανταστείς. Αλλά αυτοί οι άνθρωποι το αρνούνταν. Αυτό με έκανε πολύ επιφυλακτικό όταν κάποιος έλεγε: «Δεν υπάρχει μουσική πριν από το 1977. Ούτε Beatles, ούτε Stones, ούτε Elvis». Σκεφτόμουν: «Αυτό είναι ψέμα. Δεν μπορώ να πιστέψω αυτούς τους ανθρώπους και τη μουσική τους αν λένε ψέματα για το δέντρο απ’το οποίο προέρχονται, για το πού αυτό το δέντρο έχει μεγαλώσει». Έτσι, το έβρισκα πολύ ύποπτο. Ήμουν πολύ επιφυλακτικός όταν οι άνθρωποι έλεγαν αυτό. Πίστευα ότι ήταν ψέμα και εξακολουθώ να το πιστεύω.

 

Πιστεύετε ότι οι ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης όπως το Youtube και το Facebook έχουν βοηθήσει νεότερους ακροατές να μάθουν για τη μουσική των XTC;

Σίγουρα, επειδή δεν μας παίζουν στο ραδιόφωνο. Ποτέ δεν είχαμε συμβατικά singles. Νομίζω ότι το υψηλότερο single που είχαμε ποτέ στην Αγγλία ήταν το No.10, που ήταν το “Senses Working Overtime” (1982). Μετά, ήρθα σε κόντρα με τον παραγωγό της pop εκπομπής “Top of the Pops” και αυτός είπε: «Δεν θα ξανάρθετε ποτέ σε αυτή την εκπομπή» και αυτό κατά κάποιον τρόπο σκότωσε την καριέρα των singles μας στην Αγγλία. Δεν είναι σημαντικό που δεν μας παίζουν ποτέ στο ραδιόφωνο, αλλά μοιάζει να είναι σημαντικό τώρα που τα νεότερα παιδιά ειδικά μπορούν να βρουν τη μουσική μας στο Διαδίκτυο και να την ακούσουν. Αυτό με κάνει εξαιρετικά ευτυχισμένο, επειδή η μουσική μας δεν γίνεται για μια εποχή ή για μια περίοδο της ιστορίας. Είναι απλά μουσική και μπορώ να το καταλάβω τώρα περισσότερο από ποτέ, γιατί αγαπώ τη μουσική που έγινε πριν από 10, 20, 30, 40, 50, 100 χρόνια! Μόλις αγόρασα πολλά CD’s της jazz από την δεκαετία του 1910 και του 1920. Έτσι, όλα είναι μουσική. Νομίζω ότι η μουσική δεν έχει χρονικό όριο. Η καλή μουσική δεν εκρήγνυται μετά από 5 χρόνια και παύει να υπάρχει. Είναι καλή μουσική για πάντα.

 

Είστε χαρούμενος με την επιστροφή των δίσκων βινυλίου;

Ξέρω ότι οι δίσκοι βινυλίου ακούγονται καλύτερα από τα CD’s, επειδή ένα CD έχει περίπου το ένα τέταρτο του μουσικού περιεχομένου. Όταν ακούς ένα CD, τα ¾ του ήχου λείπουν και όταν ακούς ένα MP3, λείπουν 123 μέρη του ήχου. Όταν ακούς ένα δίσκο βινυλίου, αυτό ήταν το 100% του ηχογραφημένου ήχου που προέρχεται από την ταινία, που είναι το 100% του ηχογραφημένου ήχου. Έτσι, γι’ αυτό είναι αναλογική ηχογράφηση: είναι ανάλογη με τον πραγματικό ήχο της ηχογράφησης. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος ακρόασης της μουσικής. Όχι μόνο μου αρέσει ο ήχος του βινυλίου, επειδή είναι όσο κοντύτερα γίνεται στον ηχογραφημένο ήχο, αλλά μ’αρέσουν επίσης οι θήκες. Εξακολουθεί να μην υπάρχει κάτι καλύτερο από το πανοραμικό, Cinerama σχήμα. Είναι θαυμάσιο να ανοίγεις την gatefold θήκη μ’ ένα bookletμέσα.

 

Έχετε γνωρίσει τον Ray Davies (The Kinks);

Δεν τον έχω συναντήσει ποτέ, αλλά το πλησιέστερο που έχω φτάσει σε αυτό, είναι ότι ο Dave Gregory, κάποτε κιθαρίστας των XTC, πήγε στο Konk studio (σ.σ: του Ray Davies) για να γίνει ο κιθαρίστας του Ray σε μια από αυτές τις περιοδείες που μιλούσε ο Ray, τις οποίες έκανε περιστασιακά, όπου αυτός κι ένας άλλος κιθαρίστας έπαιζαν μια ακουστική εκτέλεση ενός τραγουδιού των Kinks και στη συνέχεια μιλούσε για το πώς γράφτηκε αυτό και κάτι τέτοια. Ο Dave Gregory πήγε στην οντισιόν για το ρόλο του άλλου κιθαρίστα. Μόλις ο Dave μπήκε στο studio, ο Ray Davies του είπε: «Έι, Dave!!! Πώς είναι ο Andy αυτές τις μέρες;» Έτσι, το γεγονός και μόνο ότι ο Ray Davies γνωρίζει για μένα και πιθανώς γνωρίζει κάποια από τα τραγούδια που έχω γράψει, με κάνει πολύ ευτυχισμένο.

 

Έχετε μουσικές φιλοδοξίες που θέλετε να εκπληρώσετε;

Ναι, πολλές. Πρέπει να κάνω ξεκαθάρισμα. Έχω τόσες πολλές ηχογραφήσεις στον υπολογιστή, σε κασέτες και ούτω καθεξής, που πρέπει να τις κυκλοφορήσω για να γίνει ξεκαθάρισμα , γιατί είναι σχεδόν σαν την δυσκοιλιότητα: πρέπει να φύγει το μπλοκάρισμα για να γίνω καλά. Έτσι, πρέπει να κυκλοφορήσω πολλά απ’ αυτά τα τραγούδια για να γίνει ξεκαθάρισμα. «Γίνεται ξεκαθάρισμα» λέμε, είναι μια αγγλική έκφραση. Αλλά έχω και πολλά άλλα projects: θα ήθελα να κάνω περισσότερη αυτοσχεδιαστική μουσική σαν το project Monstrance (2007) με τον Barry Andrews και τον Martyn Barker. Μου αρέσει να αυτοσχεδιάζω στη μουσική, γι’ αυτό θα ήθελα να κάνω περισσότερα απ’αυτό. Μου αρέσει η ηλεκτρονική μουσική και να διαμορφώνω και να συμπιέζω τον “wall of sound” σε μια γλυπτική μορφή. Θα ήθελα να κάνω περισσότερα σαν το “Powers”.  Έχω επίσης πολλά projects: θα ήθελα να κάνω ένα album μόνο με φωνητικά, που απλά θα είναι μόνο χορωδιακό και a capella τραγούδι. Πολλά projects. Θα ήθελα να κάνω ένα box set 10 δίσκων όπου το κάθε συγκρότημα, σε κάθε δίσκο, σε αυτό το set των 10 δίσκων θα είμαι εγώ. Ναι, έχω πολλά projects που είμαι σίγουρος  ότι θέλω να ζήσω αρκετά για να τα ολοκληρώσω.

 

Πέρυσι ακούγατε τη δισκογραφία των King Crimson. Σας άρεσε η μουσική τους;

Έχω ασταθή σχέση με τους King Crimson. Μου αρέσουν μερικά πράγματα που έχω ακούσει και έπειτα υπάρχουν άλλα πράγματα που με αφήνουν λίγο παγερό. Δεν θα με αποκαλούσες μεγάλο οπαδό των King Crimson. Είμαι μεγάλος γνώστης για πολλά από αυτά που έχουν κάνει και μου αρέσουν μερικά πράγματα, αλλά θα έλεγα ότι είναι ένα βαρύ συγκρότημα, που πρέπει να σκάψεις μέσα-έξω για να βρεις ευχαρίστηση.

 

Πιστεύετε ότι η δημοφιλής μουσική που γράφτηκε κατά τη δεκαετία του ‘60 και του ‘70 είναι πολύ καλύτερη από τη σημερινή μουσική;

Θα έλεγα ότι είναι διαφορετική. Είναι απλά διαφορετική. Είναι διαφορετική από τη μουσική που γράφτηκε στη δεκαετία του 1920, με τη μουσική που γράφτηκε στη δεκαετία του 1960, με τη μουσική που γράφεται σήμερα και με τη μουσική που θα γραφτεί σε 20, 30, 40 χρόνια. Όλα είναι διαφορετικά. Είναι όλα διαφορετικά φαγητά. Θες ένα χάμπουργκερ ή θες ένα vegan γεύμα; Θες ένα ολόκληρο ψητό βόδι ή θα ‘θελες μια ωραία μερίδα ψάρι με λίγο ρύζι; Είναι όλα διαφορετικά φαγητά. Δεν μου αρέσει πολύ η σημερινή μουσική γιατί δεν μου αρέσει η μηχανική φύση της. Είναι σχεδόν σαν να μην ακούς τίποτα άλλο παρά μια πιανόλα. Είναι όλα φαγητά. Απλά είναι φαγητά διαφορετικού είδους. Είναι για όλα τα γούστα. Έχω μάθει να μην είμαι και πολύ ειρωνικός σχετικά με τη μουσική, επειδή, όσο άθλια κι αν σκέφτεται κάποιος ότι είναι η μουσική, υπάρχει εκεί έξω κάποιος που πιστεύει ότι είναι το καλύτερο πράγμα που έχει ακούσει ποτέ. Είναι απλά μουσική. Δεν υπάρχει αυτό που λένε «κακή μουσική».

 

Ένα τεράστιο «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ» στον κύριο Andy Partridge για τον χρόνο του.

Ape House official website: https://www.ape.uk.net

πηγή



ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ!