Η ερημιά, η μοναξιά της Τζοκόντας: Στην πρεμιέρα της Λυρικής [εικόνες]

Δύο έργα του Μάνου Χατζιδάκι.


«Αν μπορούσαμε να το μιλήσουμε, δεν θα μπορούσαμε να το χορέψουμε». Διαβάζω στο πρόγραμμα τη φράση της Αγγελικής Στελλάτου, της σημαντικής Ελληνίδας χορογράφου που της ανατέθηκε από την Εθνική Λυρική Σκηνή να χορογραφήσει το «Χαμόγελο της Τζοκόντας» και τον «Μαρσύα» του Μάνου Χατζιδάκι. Λίγα λεπτά μετά, η αυλαία σηκώνεται και το εξωλεκτικό χορεύει μπροστά στα μάτια μας, σύμφωνα με το iefimerida.gr.

Χορογραφείται, χορεύεται, με τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι να είναι εκεί ως εφαλτήριο για τα πιο μεγαλειώδη άλματα, αλλά και σαν παγίδα για επικές πτώσεις. Σκοτάδι στην αίθουσα, όλη η ορχήστρα βρίσκεται στη θέση της, η διεθνούς καριέρας μαέστρος Κωνσταντία Γουρζή σταυρώνει τα χέρια και η αίθουσα γεμίζει, καταλαμβάνεται, βυθίζεται στον ήχο του πιάνου. Στον ηχογραφημένο ήχο του πιάνου. Ακούμε τον Μάνο Χατζιδάκι να παίζει ένα μέρος του «Μαρσύα». Κάτι λυγμικό, κάτι διαυγές σε διαπερνά. Εκκινεί η εσωτερική συνομιλία με τον Χατζιδάκι.


Η συμμορία και ο θεός Ηλιος
Ο πήχης λοιπόν από τη Λυρική και τους συντελεστές της μπαίνει εκεί. Μπαίνει στο υψηλότερο σημείο, με αυτή την εκκίνηση. Για να φύγει το σκοτάδι της σκηνής και να εμφανιστεί ένα κατάφυτο αστικό σαλόνι (μεγάλες πολυθρόνες ντυμένες με ταπετσαρία οργιώδους βλάστησης). Για να αναδυθεί μπροστά μας ένα ελάχιστα γνωστό έργο του Χατζιδάκι, το χορόδραμα που αποτέλεσε ουσιαστικά την πρώτη εμφάνιση του ελληνικού χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου.

Παρουσιάστηκε στην Αίγινα το 1950, με κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη. Σημείωνε ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις: «Ο Μαρσύας παίζει με τον αυλό που άφησε η Αθηνά και μαγεύει τους συντρόφους του. Παρασυρμένος απ’ τη δύναμή του, προκαλεί τον Απόλλωνα-Ηλιο και φωνάζει τις Νύμφες να χορέψουν μαζί του. Ο Απόλλων παίζει τόσο ωραία που οι Νύμφες ανησυχούν για το αποτέλεσμα. Ο Μαρσύας απαντά με έναν ξέφρενο χορό. Τώρα οι Μούσες θ’ αποφασίσουν. Ο Μαρσύας χάνει και σε λίγο ξεψυχά. Οι Νύμφες θρηνούν τον νεκρό Μαρσύα… Απ’ τα δάκρυά τους θα γεννηθεί ένας ποταμός, μια βαθιά θάλασσα να τον περιέχει…».

Στη γυμνή σκηνή του «Ολύμπια», μέσα στην απόλυτη αφαίρεση, σε έναν μινιμαλισμό τοπίου και κινήσεων, το κοινό παρακολουθεί την ιστορία που σχεδόν μεταγλωττίζεται σε συνάντηση συμμοριών σε μια μεγαλούπολη. Σώματα ζεστά, σώματα που δεν επιδιώκουν να προδιαγράψουν κάτι επικό (όπως ίσως θα ταίριαζε στην αναμέτρηση με τον θεό Ηλιο), ακόμη και η στιγμή που ξεψυχά έχει μια απόσταση συναισθηματική. Το μέρος αυτό τελειώνει με τη μεγάλη προσδοκία του κοινού για το «Χαμόγελο», για αυτή τη μουσική που αποτελεί την κοινή γραμμή που ενώνει το εσωτερικό -συχνά ανομολόγητο- μυστικό των βιωμάτων. Αρκούν οι πρώτοι γνώριμοι, ενσαρκωμένοι ήχοι για να επέλθει η απόλυτη ισότητα μεταξύ όλων στο κοινό.


Μητροπολιτική μοναξιά στο «Ολύμπια»
Eπιστρέφοντας από το διάλειμμα έξω, στην ανοιξιάτικη νύχτα στην Ακαδημίας, η πρώτη εικόνα της χορογραφίας είναι ορμητική. Μόνη η Μαρία Κουσουνή στη σκηνή, μπροστά από ένα τεράστιο πάνελ χαρτιού. Ξαφνικά πίσω απ’ το πάνελ εμφανίζονται, με τη βιασύνη των περαστικών σε μια μεγαλούπολη, τα μέλη του μπαλέτου. Φορούν καπαρντίνες, έχουν νευρικές κινήσεις, ο αέρας των σωμάτων δημιουργεί ρίγη στο πάνελ του χαρτιού.

Η «Τζοκόντα» Μαρία Κουσουνή, μόνη, μια γυναίκα χαμένη στο πλήθος της Νέας Υόρκης. Ναι, η εισαγωγή του Χατζιδάκι ακουμπά ιδανικά σε αυτή την πρώτη σκηνή: «Σε μια παρέλαση στη Νέα Υόρκη με μουσικές, με χρώματα και με μια πλημμυρισμένη από κόσμο 5η Λεωφόρο, βρισκόμουν μια Κυριακή απόγευμα το φθινόπωρο του 1963, όταν συνάντησα μια γυναικούλα να περπατάει μοναχή με μια απελπισμένη αδιαφορία για ό,τι συνέβαινε γύρω της χωρίς κανείς να την προσέχει, χωρίς κανέναν προσέχει, μόνη έρημη μες στο άγνωστο πλήθος που την σκουντούσε, την προσπερνούνε ανυποψίαστο εχθρικό αφήνοντας να πνιγεί μες στη βαθιά πλημμύρα της λεωφόρου, μέσα στη θάλασσα που ακολουθούσε, μέσα στ’ αγέρι που άρχισε να φυσά».

Αυτή η πρώτη ορμητική εικόνα, που «άρπαξε» το κοινό, δεν διατηρήθηκε όμως συνεπής ως τέλους. Ακολουθώντας το ένα μετά το άλλο τα δέκα «τραγούδια χωρίς στίχους» του Μάνου Χατζιδάκι, υπήρξαν στιγμές που η χορογραφία έμοιαζε να παρακολουθεί από απόσταση την ίδια τη μουσική που την ορίζει. Χωρίς να βλέπουμε ακριβώς ένα μπαλέτο, χωρίς ακριβώς να βλέπουμε μια μοντέρνα χορογραφία, κάπου ανάμεσα, υπήρξαν στιγμές που ένιωσα να κάνω προσπάθεια για να συνδεθώ με αυτό που συμβαίνει στη σκηνή και με αυτό που ακούω. Με τον κοινό του μύθο. Οπως τον περιγράφει ο Μάνος Χατζιδάκις: «Πιστεύω ότι η τέχνη του τραγουδιού αποτελεί κοινωνικό λειτούργημα, γιατί το τραγούδι μάς ενώνει μέσα σ ‘ένα μύθο κοινό. Κι όπως στο χορό ενώνουμε τα χέρια μεταξύ μας για ν’ ακολουθήσουμε ίδιες ρυθμικές κινήσεις, έτσι στο τραγούδι ενώνουμε τις ψυχές μας για ν’ ακολουθήσουμε μαζί, τις ίδιες εσωτερικές δονήσεις».


Σπαραγμός και αμηχανία
Και μετά… Και μετά ήρθε ο κύριος Νολ. Και οι εσωτερικές δονήσεις επέστρεψαν. Ο Βαγγέλης Μπίκος. Η μοναξιά της Τζοκόντας υποχωρεί, ο ξανθός νέος την αρπάζει. Μαγικά η Κουσουνή και ο Μπίκος καταλαμβάνουν τον χώρο, σώματα που στάζουν συναίσθημα, εκπέμπουν την χαραμάδα της αισιοδοξίας, του ίσως. «Είμαι μια περίπτωση νέου που θα ‘θελε να σας γνωρίσει», σημειώνει ο Χατζιδάκις, αποδίδοντας τη φράση στον κ. Νολ. Και η Τζοκόντα: «Του απαντώ πως είμαι ολομόναχη και πως δεν είμαι έτοιμη να τον δεχτώ. Κι ήθελα τόσο πολύ – μα δεν τολμούσα. Εκείνος μου χαμογέλασε, είπε “κρίμα” και άφησε στα χέρια μου μια κάρτα του, μα ώσπου να δω τι έγραφε είχε εξαφανιστεί. Η κάρτα είχε τυπωμένες δύο μόνο λέξεις: Νολ, ο Θάνατος».

Και μετά από αυτή τη στιγμή του ζεύγους, έρχεται κατευθείαν η σειρά των Δολοφόνων, μια ακόμη από τις ξεχωριστές στιγμές της παράστασης. Ορμή, σπαράγματα, σώματα που τρέχουν να ξεφύγουν, άλλα να επιβληθούν. Η ένταση, η βουβή ένταση διαπερνά τη σκηνή. Για να ακολουθήσει στα επόμενα τραγούδια και πάλι η απόσυρση, το ελάχιστο δυνατό ζητούμενο, πάνω σε αυτή τη μουσική των συνεχών εσωτερικών αφετηριών. Σε ρόλο αμήχανου θεατή και πάλι. Μέχρι να πέσουν θριαμβικά στη σκηνή τα μεγάλα κομμάτια χαρτιού της Εύας Μανιδάκη, μέχρι ο ήχος του χαρτιού να ορίσει το τέλος.


Η δική μας αστική χορογραφία
Σε όλη τη διάρκεια της χορογραφίας υπήρξε συνεπής, αδιάλειπτη η αίσθηση της ερημιάς, της μοναξιάς της Τζοκόντας. Της γυναικούλας που είδε ο Μάνος Χατζιδάκις στη Νέα Υόρκη. Της γυναίκας που οδήγησε τον σπουδαίο συνθέτη να γράψει δέκα τραγούδια με ένα συγκερασμό απελπισίας και αναμνήσεων. Η μοναξιά ήταν εκεί, στη σκηνή του «Ολύμπια». Οχι όμως και η ένταση, η τόλμη της κατάδυσης σε όλη την γκάμα των συναισθημάτων. Αλλωστε, ήταν μια αποστολή τόσο δύσκολη, ακριβώς επειδή υπάρχει το ζήτημα της προσωπικής αναμέτρησης του καθενός μας με τη μουσική του Χατζιδάκι. Υπάρχει αυτό το φράγμα των αναμνήσεων που κάθε δημιουργός πρέπει να διαπεράσει όταν καταπιάνεται με τη σωματική ή άλλη μεταγλώττιση του έργου του Μάνου Χατζιδάκι. Με την ορχήστρα να δυσκολεύει κάποιες φορές αυτή την επαφή με μικρές αστοχίες, αλλά και με έναν ήχο που είχε στιγμές θαμπές.

Βγαίνοντας στη Σταδίου, με τα αυτοκίνητα των επισήμων να περιμένουν πλάι στο πεζοδρόμιο  (ήταν εκεί ο αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού Νίκος Ξυδάκης, ο γ.γ. του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας, ο πρώην πρόεδρος της Βουλής Δημήτρης Σιούφας, ο πρώην υπουργός Αρης Σπηλιωτόπουλος κ.ά.), κάποιοι ανάβουν τσιγάρο, οι περισσότεροι σιγομουρμουρίζουν ήχους που μόλις ακούσαμε. Το κοινό απλώνεται στους δρόμους της πόλης, η δική μας αστική χορογραφία του «Χαμόγελου» μόλις αρχίζει εκεί έξω.

*Επόμενες παραστάσεις: 6, 7, 8, 10, 11 Μαρτίου 2015.



ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ!