H πρεμιέρα της Φόνισσας στο Μέγαρο Μουσικής

Το πολιτιστικό γεγονός του χειμώνα.


Η πρεμιέρα της «Φόνισσας», σε σύνθεση Γιώργου Κουμεντάκη, ποιητικό κείμενο του Γιάννη Σβώλου, σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ευκλείδη και μουσική διεύθυνση Βασίλη Χριστόπουλου, ήταν σίγουρα το πολιτιστικό δρώμενο για το οποίο αγωνιούσε η πόλη περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Το ενδιαφέρον μεγάλο: Πλήθος συνεντεύξεων, ρεπορτάζ, σχεδόν αγωνία από το κοινό. Φτάνοντας στο Μέγαρο Μουσικής για την πρεμιέρα χθες, νομίζοντας πως ξέρω σχεδόν τα πάντα για την παράσταση, διαψεύστηκα. Οχι, δεν είδαμε μια αναπαράσταση, δεν είδαμε το πρόσωπο της Φόνισσας. Είδαμε την ψυχή της. Ο Κουμεντάκης έκανε το ιδανικό ψυχογράφημα της Φραγκογιαννούς, της γυναίκας που σκότωνε κοριτσάκια για να μην έχουν την κακή τύχη που είχαν οι γυναίκες στην εποχή της.

Ο Κουμεντάκης με τον πιο έντιμο και συνάμα ιδιοφυή, μεγαλειώδη τρόπο άπλωσε την ψυχή της Φραγκογιαννούς στη σκηνή και την περιέβαλε με το φυσικό τοπίο πάνω στο οποίο έγινε αγρίμι και αμαρτωλή και απεγνωσμένη. Την είδε σαν μάνα, σαν απεγνωσμένη, για να μπορέσει να τη δει και σαν τέρας. Εκανε τη Σκιάθο συμπρωταγωνίστρια, με τους ίδιους τους ανθρώπους να καταγράφονται συχνά σαν πινελιές πάνω σε μια διαρκή εικόνα φυσικού περιβάλλοντος. Οσο κυλούσε η παράσταση, όσο η Σκιάθος γύριζε γύρω από τη Φραγκογιαννού -και όχι, δεν έτρεχε αυτή κυνηγημένη πάνω στην ακίνητη φύση- στη σκηνή αναδύθηκαν μοναδικής αισθητικής και νοήματος εικόνες.

Ο Πέτρος Τουλούδης κατόρθωσε κάτι πραγματικά σπουδαίο: Οχι μόνο δεν ανταγωνίστηκε τη μουσική ή τη σκηνική δράση, αλλά έγινε βασικός αρμός της παράστασης που είδαμε -χωρίς αυτόν δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει με αυτόν τον βαθύ τρόπο. Μιας παράστασης με έντονη εικαστική αξία, με εικόνες που πραγματικά θα μπορούσαν να είναι installation σύγχρονης τέχνης. Από τον Λύτρα στον Bill Viola -ένα φάσμα μοναδικών εικόνων βαθιά προσωπικού κώδικα γέννησαν μια νέα αίσθηση επί της σκηνής.

Μια τρυφερή serial killer

Τι κι αν το θέμα, ο τόπος, ο χρόνος ήταν… παραδοσιακά, η προσέγγιση του Τουλούδη υπήρξε απελευθερωτική. Μαζί με τον Κουμεντάκη δημιούργησαν τον χώρο για να ανθίσει κάθε πλευρά της ψυχής της Φραγκογιαννούς -γιατί υπήρξαν και στιγμές που ο συνθέτης και ο λιμπρετίστας έσκυψαν με τρυφερότητα πάνω σε αυτή τη γυναίκα που σκότωνε κοριτσάκια- στην πρώτη και μοναδική serial killer της ελληνικής λογοτεχνίας, όπως έχει χαρακτηριστεί μεταξύ σοβαρού και αστείου.

Εντιμος και ιδιοφυής, ναι, ο τρόπος του Κουμεντάκη που δεν θέλει να βάζει τρικλοποδιές στο κοινό. Με τη δυναμική χρήση τριών χορωδιών και του πολυφωνικού, με τους 97 μουσικούς που βρίσκονταν ακόμα και πίσω από τη σκηνή, με τα μοιρολόγια που ήταν σπαρακτικά χωρίς να φωνάζουν και να απαιτούν τον πόνο, ανέδειξε τον μοναδικό του δημιουργικό τρόπο. Ο Κουμεντάκης έχει βρει έναν προσωπικό τρόπο που του επιτρέπει να προσπερνά τη δυσκολία που έβαζε παλιά στον θεατή η σύγχρονη μουσική -η avant garde- για να τον πάει ψηλότερα πνευματικά. Και αντί αυτής της δυσκολίας, να χρησιμοποιεί ένα μοναδικό τονικό ιδίωμα και οικεία στοιχεία που συνδέονται με την παράδοση.

Μοιρολόγια που δεν απαιτούν να ουρλιάξεις

Και αν ο ίδιος ο συνθέτης πριν την παράσταση μιλούσε με ενθουσιασμό για τις τραγουδίστριες που ερμηνεύουν τη Φόνισσα (την Ειρήνη Τσικαρίδου και την Τζούλια Σουγλάκου), το προφανές στην πρεμιέρα ήταν πως η όπερά του ανέδειξε τη μοναδική δυναμική που έχουν οι χορωδίες της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Αντρική, γυναικεία, παιδική συνυπήρξαν στη σκηνή, ακούστηκαν όλες μαζί, 95 φωνές, μαζί με τις 4 γυναίκες του πολυφωνικού που με τα μοιρολόγια τους έκαναν τον θρήνο, το πένθος να δημιουργήσει μια πλημμύρα. Ενα κύμα που κατέβηκε από τη σκηνή και κάλυψε όλη την αίθουσα Τριάντη.

Ο Κουμεντάκης έφερε τα μοιρολόγια στη σύγχρονη όπερα χωρίς να εκβιάσει τη συγκίνηση. Εφερε τον πόνο αποστασιοποιημένα. Απέφυγε κάθε τι κραυγαλέο, το εξόρισε. Οσο στη σκηνή βλέπαμε συγκλονιστικές εικόνες, με τους γονείς να μεταφέρουν τα κορμιά των πνιγμένων κοριτσιών, οι φωνές με βαθιά εσωτερικότητα μοιρολογούσαν. Με μοιρολόγια που παραπέμπουν στην Ήπειρο, με εσωτερικό παλμό. Χωρίς ουρλιαχτά από τη σκηνή -αν και μέσα του ο θεατής μπορούσε να τα ακούσει.

Την ίδια ώρα βλέπαμε την Ειρήνη Τσιρακίδου να ξεδιπλώνεται στη σκηνή. Αυτή η σπουδαία λυρική τραγουδίστρια, που επί περισσότερα από 10 χρόνια είχε σταματήσει κάθε καλλιτεχνική δράση, επέστρεψε με έναν ρόλο ζωής σε μια παγκόσμια πρεμιέρα. Στην πρώτη πράξη, εκεί που «οι φωνές μέσα στο κεφάλι της» την οδηγούσαν σιγά σιγά στο έγκλημα -λίγο πριν σκοτώσει την εγγονή της- τη νιώσαμε απόμακρη, σαν να έχει κάνει ένα βήμα πίσω. Ομως από τη δεύτερη πράξη και μετά η φωνή, η ένταση, η ψυχή της ψήλωσαν πραγματικά. Μια μοναδική κλιμάκωση που έχτισε ένα ιδανικό οπερατικό θρίλερ.

Αν και η «Φόνισσα» θα ανέβει για μόνο 4 παραστάσεις (οι επόμενες είναι στις 21, 23 και 26 Νοεμβρίου), νιώθεις την ανάγκη να επιστρέψεις για να ανακαλύψεις και άλλες πτυχές αυτού του σπουδαίου έργου. Με τη μουσική και την εικόνα να καθηλώνουν, πώς μπορείς να προσπεράσεις το αριστουργηματικό ποιητικό κείμενο του Γιάννη Σβώλου; Ενα κείμενο που δούλευε τρία χρόνια, φέροντας ατόφιες φράσεις του Παπαδιαμάντη, αλλά και μεταφέροντας στα χείλη της Φραγκογιαννούς εσωτερικούς μονολόγους που κατέγραφε σχολιαστικά ο Παπαδιαμάντης. Ο Σβώλος έκανε ποιητικό κείμενο την ψυχή της Φραγκογιαννούς, πέρα και πάνω από την προφανή δράση της.

Οταν το μυαλό ψηλώνει

Ο Αλέξανδρος Ευκλείδης κλήθηκε σκηνοθετικά να υπογράψει μια κορυφαία στιγμή για την ελληνική όπερα. Και το έκανε αποφεύγοντας οτιδήποτε κραυγαλέο, οτιδήποτε υπερβολικό, δημιουργώντας μια βαθιά εσωστρεφή Φόνισσα που υποδέχεται τα ερεθίσματα που φτάνουν από παντού: από τη φύση, τους άλλους, την καρδιά της, το μυαλό της που ψηλώνει -όπως έγραφε ο Παπαδιαμάντης. Ομως αυτός που έκανε πραγματικό άθλο, οδηγώντας την ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής σε μία νέα κορυφή, ήταν ο διευθυντής της Βασίλης Χριστόπουλος. Τιτάνιο το έργο του και μαζί πρωτόγνωρο, να ακολουθήσει όλες αυτές τις ανάσες, μεταφορές, συνυπάρξεις στην όπερα του Κουμεντάκη, να ελέγξει με χειρουργική ακρίβεια, χωρίς όμως να κατευνάσει, το μοναδικό ηχητικό τοπίο αυτής της σπουδαίας όπερας.

Η όπερα ιδανικά κορυφώθηκε με τη σκηνή του πνιγμού της Φραγκογιαννούς καθώς πήγαινε στον ιερέα για να εξομολογηθεί, να ζητήσει σωτηρία: «Παναγιά μου, είμαι αμαρτωλή, αλλά το έκανα για καλό». Νιώθεις το νερό που ανεβαίνει και πνίγει τη Φόνισσα, τη Σκιάθο να ανασαίνει πιο βαθιά καθώς χάνεται το αγρίμι της. Είναι η ώρα που ο Τάσος Αποστόλου, ως ιερέας, σπουδαίος και με ένα μέτρο που ανέδειξε όλη τη συγκίνηση και την τραγικότητα, σφράγισε το τέλος μαζί με τη χορωδία που ακουγόταν από κάπου στο βάθος πίσω από τη σκηνή να μιλούν για αυτή τη γυναίκα που «πνίγηκε στο μέσο του δρόμου μεταξύ ανθρώπινης και θείας δικαιοσύνης».

Για να ακολουθήσει η μουσική του κοινού. Το κύμα χειροκροτημάτων, επίμονων, δυνατών. Οι φωνές, τα μπράβο, τα σώματα που πετάχτηκαν όρθια για να χειροκροτήσουν, να τιμήσουν, να υποκλιθούν σε όλους αυτούς που μας τίμησαν, μας ανέβασαν, χωρίς τρικλοποδιές και προσχήματα. Με ευγνωμοσύνη για τον Κουμεντάκη και τους υπέροχους συνεργάτες του. Με ευγνωμοσύνη για την Εθνική Λυρική Σκηνή -φανταστείτε τι θα γίνει μόλις μπει στο «σπίτι» της, στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, στο Φάληρο. Πόσα κύματα θα μας κατακλύσουν.



ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ!