H Oδύσσεια ραψωδία του Μιχαήλ Μαρμαρινού
Στο ενδιάμεσο της επιστροφής του από την Ιαπωνία και της καθόδου του στην Επίδαυρο, ξέκλεψε λίγο χρόνο ο σκηνοθέτης Μιχαήλ Μαρμαρινός για να μας μεταφέρει, από πρώτο χέρι, την εμπειρία της συνεργασίας του με το ιστορικό θέατρο Νο της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου.
Στο ενδιάμεσο της επιστροφής του από την Ιαπωνία και της καθόδου του στην Επίδαυρο, ξέκλεψε λίγο χρόνο ο σκηνοθέτης Μιχαήλ Μαρμαρινός για να μας μεταφέρει, από πρώτο χέρι, την εμπειρία της συνεργασίας του με το ιστορικό θέατρο Νο της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου. Την ίδια στιγμή, στη συνάντησή μας αυτή μας μετέφερε όψεις της ψυχοσύνθεσης του λαού αυτής της χώρας της Απω Ανατολής. Και ήταν τόσο ενθουσιασμένος, που δεν σταματούσε να θυμάται περιστατικά, εικόνες, γεύσεις, όλα όσα έζησε και δοκίμασε αυτά τα δύο χρόνια που πηγαινοέρχεται στην Ιαπωνία για τις ανάγκες της παραγωγής που είδαμε τις δύο προηγούμενες ημέρες στο αρχαίο θέατρο Επιδαύρου.
Στις 15 Ιουλίου δόθηκε στο Τόκιο η πρεμιέρα της παράστασης «Νο-Νέκυια», που βασίζεται στη ραψωδία λ της «Οδύσσειας» και περιγράφει την κάθοδο του Οδυσσέα στον Αδη. Σε κλειστό χώρο, «παρότι το Νο έχει μια καταγωγή ανοιχτού θεάτρου. Παιζόταν στις αυλές των Σογκούν, στις αυλές των ευγενών. Ξεκίνησε γύρω στο 800 μ.Χ. κι έκτοτε η συνέχεια είναι αδιάκοπη. Αυτό έχει μεγάλη σημασία, γιατί το Νο είναι ένα παράδειγμα του τι σημαίνει ο όρος “παράδοση”. Είναι δύσκολος όρος, καμένος όρος. Αλλά η έννοια της παράδοσης στο θέατρο Νο είναι πραγματικότητα. Ο επόμενος προσθέτει στο πριν, δεν αναιρεί, δεν καταστρέφει τίποτα. Αντίκειται σ’ αυτό που λέμε ανανέωση. Αντιστρόφως, προσέχει και συντηρεί αυτό που λέμε συντήρηση. Ανανέωση και συντήρηση, όχι όμως με την έννοια που χρησιμοποιούμε σήμερα τις λέξεις, γιατί έχουμε καεί και από τα λεξικά».
Ο master Gensho Umewaka είναι ο 53ος στη σειρά δάσκαλος Νο και φυσικά υπάρχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά για να γίνει κανείς master. Κατ’ αρχήν υπάρχει το κριτήριο του αίματος, δεν μπορεί να γίνει κάποιος Νο αν δεν ανήκει σε οικογένεια Νο. «Το γεγονός ότι εγώ, ένας Δυτικός, εισέρχομαι σ’ ένα τόσο κλειστό κύκλωμα είναι ένα γεγονός ακραίο, ιδιαίτερο, ούτε κι εγώ το έχω συνειδητοποιήσει ακριβώς. Ισως έχει να κάνει με το ότι έχω τεράστια αγάπη και σεβασμό σ’ αυτό το είδος θεάτρου, διότι μου έχει αποκαλύψει πάρα πολλά πράγματα. Αυτά τα δύο χρόνια, που είχαν δουλειά και μελέτη, ήταν ένα μεγάλο ταξίδι, το οποίο δεν μπορεί να σταματήσει. Συνεχίζεται μ’ έναν τρόπο, θα δούμε με ποιον», λέει ο Μιχαήλ Μαρμαρινός και μέχρι εκεί αποκαλύπτει πιθανές μελλοντικές νέες συνεργασίες του μ’ αυτό το ιστορικό θέατρο. «Το Νο είναι ένα ολόκληρο σύστημα τέχνης, γιατί δεν είναι μόνο παραστασιακό. Εχει πολύ μεγάλη σημασία η λογοτεχνία του Νο. Που βέβαια παράγεται δραματουργικά. Οι μεγάλοι δραματουργοί του Νο ήταν δάσκαλοι, ηθοποιοί, masters του Νο. Ο σημερινός master είναι και ο συνθέτης της μουσικής της παράστασης. Αλλά όλοι αυτοί οι όροι είναι γλιστεροί και παρεξηγήσιμοι για τη δυτική σκέψη γιατί τα πράγματα είναι αλλιώς.
Αυτό που είναι εντυπωσιακό σε σχέση με τη “Νέκυια” είναι ότι μ’ έναν τρόπο επιστρέφουμε στο αρχαίο ελληνικό ποίημα τη χαμένη του προσωδία. Ο λόγος του Νο είναι μόνο προσωδιακός. Ο λόγος απαγγέλλεται έμμελα, έμμετρα. Το Νο είναι τραγούδι, δεν είναι δράμα. Οπως και το έπος. Είναι μεγάλα τραγούδια, είναι επικά ποιήματα, δεν είναι δραματικά έργα. Αυτή είναι η τρομερή μεγάλη συγγένεια αυτών των δύο ειδών».
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός λέει ότι δεν άγγιζε μέχρι τώρα τη «Νέκυα» γιατί «κάτι μου έλειπε. Κάτι θεμελιώδες, κάτι που η γλώσσα του Νο -γλώσσα, με την ευρεία έννοια- μπορεί να δανείσει στη “Νέκυια”. Γι’ αυτό πραγματοποιήθηκε αυτή η συνάντηση κι έτσι έγινε γεγονός. Γιατί το ένα δανείζεται κάτι από το άλλο. Η σχέση μου με το Νο είναι προϊούσα. Δεν πρόκειται για μια συμπαραγωγή, πρόκειται για μια αποκαλυπτική συνάντηση, που έχει όλα τα χαρακτηριστικά της ενορατικής και διανοητικής κίνησης. Και κάποια στιγμή άρχισα να βλέπω ότι μπορούν να συμβούν. Θεωρώ ότι αυτή η συνάντηση θα μπορούσε να είναι ανεξάντλητη.
Ακόμα και τώρα, υπάρχουν πράγματα -για τη “Νέκυια” μιλάω- που μπορούν να πάνε ακόμη πιο πολύ στο βάθος του Νο. Οσο πιο βαθιά πάμε στο Νο τόσο πιο βαθιά πάμε στη “Νέκυια”. Αυτό είναι το συγκλονιστικό.
Τώρα δείξαμε ένα δείγμα αυτής της συνάντησης».
«Το χαρτί και ο θεός είναι ίδια λέξη στα ιαπωνικά»
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός επισημαίνει ότι όλο αυτό το εγχείρημα οφείλεται στη δημιουργική παιδικότητα του Γιώργου Λούκου, που αγκάλιασε εξαρχής την προσπάθεια. Μου μιλάει με ενθουσιασμό για τις παλιές μάσκες – «η μάσκα του Τειρεσία είναι 300 ετών». Μου λέει για τα παλιά όργανα, που είδαμε στην Επίδαυρο. Τον ρωτάω για την παράσταση. Και μου αποκαλύπτει το συγκλονιστικό: «Το Νο κάνει μόνο μία παράσταση για κάθε έργο. Ξαναπαίζει την παράσταση κάποια άλλη στιγμή, αλλά όχι συνεχόμενα. Αντίκειται στην ηθοποιία τους. Γιατί είναι ο τρόπος που συμβαίνουν τα πράγματα. Είναι αυτό που λέμε “μία συνάντηση, μία ευκαιρία”. Τώρα, στην Επίδαυρο κάναμε δύο παραστάσεις, αλλά ενδιάμεσα, τα χαράματα της Παρασκευής προς το Σάββατο, στις 6 το πρωί, έγινε το “ΟΚΙΝΑ”, που είναι ένα πρώιμο τελετουργικό Νο, μια πολύ αρχαία τελετή για την επίκληση του ήλιου. Η σχέση του Νο με τη φύση είναι ακραία, γιατί είναι βαθιά και πραγματική. Δεν είναι ούτε τουριστική ούτε οικολογική. Ετσι κι αλλιώς, είναι ένας ακραίος λαός οι Ιάπωνες. Από τη μία, η αποθέωση όλων των ηλεκτρονικών και των γκάτζετ και από την άλλη, η επιμονή να γράφουν με μολύβι και χαρτί. Το χαρτί και ο θεός είναι ίδια λέξη στα ιαπωνικά. Διότι από το χαρτί και τον πολιτισμό του χαρτιού αντιλαμβάνεται κανείς τη λεπτότητα απέναντι στην ύλη που διακρίνει τους Ιάπωνες. Κατ’ αρχάς είναι ανιμιστές. Κάθε αντικείμενο, αν έχει χρησιμοποιηθεί μία φορά, έχει πνεύμα μέσα του.
Εχουν μνημεία για τα πινέλα της ζωγραφικής. Οπως επίσης η καθημερινότητά τους είναι απολύτως τελετουργική – άλλη “καμένη” λέξη σ’ εμάς. Η τελετουργία είναι μια διαδικασία ακριβέστατων βημάτων, που οδηγούν σε ένα αποτέλεσμα. Γιατί υπάρχει απόλυτη συγκέντρωση. Δηλαδή, τελετουργία κάνει αυτός που ρυθμίζει την κυκλοφορία των ανθρώπων σ’ ένα γιαπί για να μη δημιουργηθεί ατύχημα. Ο τρόπος που μέσα στο μετρό διευθύνουν οι υπεύθυνοι τις αλλαγές των συρμών, είναι μια γλώσσα νοηματική απολύτως τελετουργική, που είναι ένα έργο. Ο τόπος στην ιαπωνική καθημερινότητα είναι γεμάτος αφηγήματα, ρόλους, είναι γεμάτος αφηγητές ερήμην τους…».
Η ακραία ευγένεια των θεατών
Ρωτάω τον Μιχαήλ Μαρμαρινό πώς είναι το κοινό σε μια παράσταση του θεάτρου Νο. Είναι διαφορετική; «Απολύτως. Να σου πω το εξής: Η παράσταση θα ξεκινούσε στις 3.30 και μπαίνω στην αίθουσα του θεάτρου στις τρεις παρά τέταρτο. Η αίθουσα είναι ήδη γεμάτη, οι άνθρωποι κάθονται σε απόλυτη σιωπή για μισή ώρα, τρία τέταρτα. Η διαδικασία πριν είναι διαδικασία προετοιμασίας για την παράσταση. Κατ’ αρχήν χαρακτηρίζονται από έναν εξαιρετικό σεβασμό απέναντι στα πράγματα, απ’ όπου πηγάζει και η εξαιρετική τους ευγένεια. Η ευγένειά τους είναι ακραία. Οι θεατές κάθονται και περιμένουν. Στο ιαπωνικό πρόγραμμα υπάρχει και το κείμενο, το οποίο γυρνούν όλοι μαζί. Σκεφτόμουν πώς θα μπορούσε να μπει στην ελληνική παράσταση αυτό το θρόισμα της αλλαγής της σελίδας… Το κοινό του Νο δεν είναι ποτέ ενθουσιώδες, είναι πάντα μετρημένο, διότι τέτοια είναι η σχέση τους με τη σιωπή. Και χειροκροτούν κάμποση ώρα μετά το τέλος της παράστασης. Λίγο πριν εκπνεύσει η έξοδος του τελευταίου υποκριτή. Ελεγε ο μάστερ σ’ ένα μάθημα ότι δεν πρέπει να δώσεις ποτέ πάνω από το 60% των ικανοτήτων σου, γιατί το κοινό τρομάζει. Η πυκνότητα της σιωπής στο Νο είναι τεράστια: προτού ξεκινήσει το θέαμα, στη διάρκειά του και μετά. Σε μία από τις πάρα πολλές παραστάσεις Νο που έχω παρακολουθήσει, όπου καθόμουν σε κάποια ειδικά θεωρεία, έρχεται ένας κύριος από πέντε θεωρεία μακριά μου και μου λέει με ευγένεια: “Επειδή βλέπω ότι κρατάτε σημειώσεις, κι επειδή ο θόρυβος μπορεί να ενοχλήσει, θα σας παρακαλούσα να το προσέξετε”! Και δεν έγραφα με την αιχμηρά γραφίδα του Εμπειρίκου, έγραφα μ’ ένα στιλό που κυλούσε στο μικρό μου σημειωματάριο! Σκέψου τον βαθμό ευαισθητοποίησης για τη σιωπή… Σου δίνω ένα μέτρο για τα πράγματα, που είναι πολύ μακριά από το δικό μας. Βέβαια, η σιωπή είναι όλη τους η θεολογία. Πηγαίνεις σ’ ένα ναό στο Τόκιο, σ’ ένα ιερό δάσος, περνάς πολλά βήματα μέχρι να φτάσεις και όταν φτάνεις εκεί όπου πρέπει να προσευχηθείς, αυτό που βλέπεις ως μνημείο είναι κενό. Είναι η σιωπή και το κενό, τα χαρακτηριστικά της ιαπωνικής θεολογίας».