
Ξεκίνησε η δίκη των ελεγκτών της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας για τη σύμβαση 717
Με ζητούμενο θέμα αν το δικαστήριο θα κάνει δεκτή ή όχι τη δήλωση παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας που δήλωσαν των συγγενείς θυμάτων των Τεμπών, ξεκίνησε στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο η δίκη των δύο ελεγκτών της Αρχής Διαφάνειας για παράβαση καθήκοντος σε σχέση με τον έλεγχο που πραγματοποιήσαν το 2020 ως προς τον τρόπο υλοποίησης της Σύμβασης 717 της ΕΡΓΟΣΕ.
Στο δικαστήριο είναι παρόντες στο εδώλιο οι δύο κατηγορούμενοι, στους οποίους καταλογίζεται ότι άσκησαν πλημμελή έλεγχο των υπευθύνων από την ΕΡΓΟΣΕ για τις πολύχρονες καθυστερήσεις στην εκτέλεση του κρίσιμου έργου για την ασφάλεια του σιδηροδρομικού δικτύου, κρίνοντας ότι δεν προκύπτουν ποινικές ευθύνες αρμόδιων.
Παρόντες είναι, επίσης, στη δικαστική αίθουσα και αρκετοί από τους πλέον των 30 συγγενείς θυμάτων που επιθυμούν να παραστούν κατά των κατηγορούμενων στη δίκη. Στην αίθουσα βρίσκονται, μεταξύ άλλων, οι Παύλος Ασλανίδης, Πάνος Ρούτσι, Αντώνης Ψαροπουλος -που παρίσταται και ως δικηγόρος- και Βασίλης Χατζηχαραλάμπους.
Το σχόλιο του προέδρου του δικαστηρίου
Οι δύο ελεγκτές εκπροσωπούνται στη δίκη από Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, γεγονός που σχολίασε ο πρόεδρος. «Πώς κι έτσι; Η παράβαση καθήκοντος στρέφεται κατά του Δημοσίου», ανέφερε, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Παρόντες στην αίθουσα, καθώς είναι μάρτυρες, ο πρώην πρόεδρος της Αρχής Διαφάνειας και η διοικήτρια της Αρχής.
Οι συγγενείς δήλωσαν στο δικαστήριο ότι επιθυμούν να παραστούν προς υποστήριξη της κατηγορίας, εκθέτοντας μία σειρά λόγων που θεωρούν ότι η υπόθεση των ελεγκτών έχει αιτιώδη συνάφεια με την απώλεια ζωών και την ασφάλεια του δικτύου.
Ο συνήγορος των ελεγκτών διατύπωσε αντιρρήσεις στη δήλωση των συγγενών.
«Όλοι πενθούμε αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με τη δικονομική μας τάξη. Πρέπει να δηλώνεται η αξιόποινη πράξη και ο αιτιώδης σύνδεσμος. Τίθεται ζήτημα αν υπάρχει ζημία των συγγενών και κυρίως αν υπάρχει άμεση ζημία», είπε ο Νομικός Σύμβουλος του Κράτους, σημειώνοντας ότι στην παρούσα δίκη «πληττόμενο αγαθό είναι η καθαρότητα της δημόσιας υπηρεσίας. Απαραδέκτως δηλώνουν παράσταση και πρέπει να αποβληθούν καθώς θα δημιουργηθεί πρόβλημα ακυρότητας».
Από την πλευρά τους, οι εκπρόσωποι των συγγενών εξέθεσαν τις θέσεις τους λέγοντας ότι «η παράνομη συμπεριφορά των κατηγορούμενων βρίσκεται σε άμεση σχέση και σε αιτιώδη σύνδεσμο με το δυστύχημα, κάτι που αναφέρεται σαφώς στο κατηγορητήριο για το πολύνεκρο δυστύχημα».
Όπως τόνισαν, «στη συγκεκριμένη περίπτωση βλάπτονται και ιδιωτικά αγαθά πλην της βλάβης του Δημοσίου σχετικά με την ομαλή διεξαγωγή της υπηρεσίας. Μας προξενεί εντύπωση ότι το Δημόσιο δεν παρίσταται κατά των κατηγορούμενων. Αν είχαν διεξαγάγει ορθώς τα καθήκοντά τους και είχαν αποδοθεί ευθύνες κατά των υπευθύνων της ΕΡΓΟΣΕ, θα είχαν ληφθεί διορθωτικά μέτρα για την ασφάλεια των συγκοινωνιών. Η συμπεριφορά τους προξένησε διακινδύνευση για την ασφάλεια του σιδηροδρομικού δικτύου και απώλειας ζωών».
Οι συγγενείς δήλωσαν ότι θεωρούν πως με την αξιολόγηση των κατηγορούμενων υπήρξε αποποινικοποίηση των ευθυνών των υπευθύνων. «Δημιουργήθηκε ένα κλίμα εφησυχασμού, συνεχίστηκε η αιτιολόγηση της καθυστέρησης του έργου και τα τραγικά αποτελέσματα είναι γνωστά: Χάσαμε 57 ανθρώπους», επεσήμαναν.
«Το Δημόσιο θα έπρεπε να είναι σύμμαχος μας», υπογράμμισαν υποβάλλοντας αίτημα να παρασταθεί το Δημόσιο στην υποστήριξη της κατηγορίας.
Το πόρισμα της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας
Σύμφωνα με τα στοιχεία της υπόθεσης, ο έλεγχος των δύο κατηγορουμένων της ΕΑΔ ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2021, με τους ελεγκτές να διαπιστώνουν στην πορισματική αναφορά που συνέταξαν «αναντίρρητα σημειωθείσες καθυστερήσεις των ανωτέρω οργάνων της ΕΡΓΟΣΕ» στην εκτέλεση του έργου, με επιβάρυνση 3,3 εκατομμυρίων ευρώ του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων για το διάστημα 1ης Φεβρουαρίου 2019 έως 31 Οκτωβρίου 2020. Πλην, όμως, οι κατηγορούμενοι έκριναν ότι «δεν θα πρέπει να αποδοθούν ποινικές ευθύνες στα όργανα της Διευθύνουσας Υπηρεσίας και της Προϊσταμένης Αρχής της ΕΡΓΟΣΕ», διαπιστώνοντας ότι όλα αυτά συνέβησαν «χωρίς πρόθεση» των ελεγχόμενων.
Η δικογραφία για την υπόθεση σχηματίστηκε μετά την έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για τη σύμβαση 717 και τις πολυετείς καθυστερήσεις εκτέλεσης του κρίσιμου έργου. Με την ολοκλήρωση της έρευνας, οι Ευρωπαίοι εισαγγελείς άσκησαν κακουργηματικές διώξεις σε 23 πρόσωπα (στελέχη της ΕΡΓΟΣΕ, της κοινοπραξίας που ανέλαβε το έργο κ.λπ.) και ζήτησε να ερευνηθεί ο ρόλος των δύο ελεγκτών. Έτσι σχηματίστηκε δικογραφία και διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση, η οποία κατέληξε στην άσκηση ποινικής δίωξης για παράβαση καθήκοντος σε βάρος των δύο ελεγκτών.