
Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης: «Οι βαθιές σχέσεις, ό,τι και αν φέρει η ζωή, δεν βουλιάζουν»
H συνάντηση με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη είναι πάντα μια είσοδος σε έναν «κόσμο σκέψης» καθαρό και απαιτητικό. Μιλήσαμε ενόψει τριπλής πρεμιέρας: «Ο γιατρός» ξεκίνησε την Παρασκευή, η «Ολική, άμεση, συλλογική, επικείμενη επίγεια σωτηρία» το Σάββατο 1 Νοεμβρίου, ενώ την Κυριακή έκανε πρεμιέρα «Ο δικαστής» στον ΑΝΤ1. Παράλληλα, σκηνοθετεί τη γαλλική κωμωδία «Το όνομα». Παραμένοντας γόνιμα περίεργος, έλκεται από έργα που τοποθετούν τις ανθρώπινες σχέσεις στο τεντωμένο σχοινί των ηθικών διλημμάτων. Εκτιμά τη φιλία και τη σύνδεση, χαίρεται τον χρόνο του, δηλώνει ήρεμος, δημιουργικός, κοινωνικά ενεργός και ανοιχτός στη ζωή.
Ξεκινώντας από την πρεμιέρα του «Δικαστή», μέχρι πού μπορεί να φτάσει κάποιος για να σώσει το παιδί του;
Αυτό ακριβώς εξερευνά η σειρά. «Ο δικαστής» βάζει ένα ηθικό δίλημμα που θα μπορούσε να ανήκει σε αρχαίο δράμα, σε τραγωδία. Παίρνει έναν ήρωα άμεμπτο ηθικά, ακέραιο, καλό άνθρωπο, ταγμένο στη Δικαιοσύνη και τον τοποθετεί μέσα σε ένα δίλημμα που μας αφορά όλους. Από τη μία, είναι ένας άνθρωπος που όλη του τη ζωή έχει υπηρετήσει το δίκαιο. Από την άλλη, λόγω ενός ατυχήματος, βρίσκεται στη θέση να προστατεύσει όχι γενικώς «το παιδί του», αλλά τη ζωή του παιδιού του. Και αυτό έχει σημασία: δεν κάνει κάτι απλώς προς το συμφέρον του παιδιού του, τότε το δίλημμα θα ήταν πιο εύκολο. Εδώ, από τη μία έχει αυτό που θεωρεί σωστό και δίκαιο και από την άλλη έχει τη ζωή του παιδιού του. Εκεί παίρνει μια πρώτη απόφαση, που μπορούμε να την καταλάβουμε: προστατεύει τη ζωή του παιδιού του. Αυτή η πρώτη απόφαση, όμως, τον κάνει να υποπίπτει σε μια σειρά από λάθη… Από τη μέση του πρώτου επεισοδίου και μετά, αναγκάζεται να λέει συνέχεια ψέματα, να παραβιάζει… τον μισό ποινικό κώδικα. Οταν ορίσεις έναν στόχο τόσο απόλυτα, πρέπει να τον ακολουθήσεις. Αυτό έχει ενδιαφέρον – και για το κοινό και για εμένα που τον ερμηνεύω. Σε κάνει να αναρωτηθείς: τι θα έκανα εγώ; Μέχρι πού θα έφτανα; Πού βάζω τη γραμμή ανάμεσα σε αυτό που είναι το δέον ηθικά και σε αυτό που πάνω απ’ όλα νιώθω ότι πρέπει να κάνω για το παιδί μου; Και εδώ είναι το ωραίο: δεν μιλάμε για έναν αρνητικό ήρωα, δεν είναι εγκληματίας ή «κακός». Είναι κάποιος που επιθυμεί το καλό και ταυτόχρονα αναγκάζεται να υπηρετήσει το ψέμα. Διχάζεται. Τον βαραίνει η επιλογή και προσπαθεί, την ίδια στιγμή, να μειώσει όσο γίνεται τις συνέπειες των πράξεών του. Καθόλου εύκολο. Γι’ αυτό και παράγει μεγάλο ενδιαφέρον. Νιώθω πολύ τυχερός, που μετά τον «Γιατρό», έναν ρόλο που αγάπησα και που πιστεύω πως είχε αξία, μου έτυχε πάλι στην τηλεόραση ένας ρόλος με αξία, που έχει κάτι να πει. Αυτό, για εμένα, είναι σπάνιο και ωραίο.
Νιώθεις ότι έμμεσα σχολιάζεται η σύγχρονη πραγματικότητα, το ίδιο το δικαστικό σύστημα;
Αυτή η «πραγματικότητα» δεν είναι σημερινή, είναι διαχρονική. Υπάρχει η έννοια του δικαίου -μια φιλοσοφική έννοια- και υπάρχει και η Δικαιοσύνη που αποδίδεται από θεσμούς, δηλαδή από ανθρώπους. Ανθρωποι παίρνουν τις αποφάσεις, άνθρωποι στέκονται απέναντι όταν δεν τους αρέσουν, ή υπέρ όταν τους αρέσουν. Εκ των πραγμάτων, είμαστε πάντα, μερικά σκαλιά πιο κάτω από τη θεωρία ή από την επιθυμία μας για το δίκαιο. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Αλλά όχι, «Ο δικαστής» δεν είναι δικαστικό δράμα.
Επειδή είσαι και εσύ γονιός και μάλιστα ενός αγοριού, υπήρξαν συσχετισμοί που σε βοήθησαν να πλησιάσεις τον ρόλο;
Φυσικά, ναι. Στην αρχή το «δίλημμα» είναι μη δίλημμα. Οι πρώτες αποφάσεις λαμβάνονται αυτόματα, ενστικτωδώς, μέσα σε πολύ λίγο χρόνο – ειδικά όπως ξετυλίγεται γρήγορα η ιστορία στο πρώτο επεισόδιο. Από εκεί και πέρα, όμως… υπάρχει μια σκάλα. Κάθε απόφαση σε βάζει σε μια σκάλα που ή την ανεβαίνεις ή την κατεβαίνεις. Αν κατέβεις το πρώτο σκαλί, που είναι ίσως το πιο «εύκολο», η ενστικτώδης μετάβαση, μετά υπάρχει ο φόβος ότι, για να μείνεις όρθιος, θα χρειαστεί να κατέβεις και άλλα σκαλιά. Το τι θα κάνεις από εκεί και πέρα είναι πολύ πιο σύνθετο. Και εκεί αρχίζει να μετρά ο καθένας μας, ο κάθε τηλεθεατής, τη σχέση του με αυτό που βλέπει: ωραία, έκανα το πρώτο βήμα, θα έκανα και δεύτερο; Θα σταματούσα κάπου; Πού θα έβαζα τη γραμμή; Βλέπεις αυτόν τον άνθρωπο να προσπαθεί να σώσει το παιδί του, αλλά η πράξη του επηρεάζει τις ζωές πάρα πολλών άλλων.
Οπότε και ο θεατής αλλάζει συνεχώς γνώμη;
Ναι. Συνήθως στη μυθοπλασία, έχουμε έναν ήρωα θετικό ή έναν αρνητικό, τον «κακό». Εδώ, ο ήρωας ξεκινά ως θετικός και μετά κάνει όλα τα αρνητικά. Και απέναντι έχουμε τον ρόλο του Νίκου Ψαρρά, που είναι, ας πούμε «αρνητικός»: επιχειρηματίας της νύχτας, σκοτεινός, μαφιόζος, που, όμως, κινεί κάτι θετικό: θέλει να διαλευκάνει ποιος χτύπησε το παιδί του. Αυτό που θα έκανε ο καθένας μας. Αρα, οι πόλοι είναι αντεστραμμένοι. Και όταν αντιστρέφεις τους πόλους σε ένα ηλεκτρικό σύστημα, ξέρεις τι γίνεται: μπουμ, έκρηξη. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η σειρά και γίνεται με έναν πολύ ωραίο τρόπο. Ομολογώ ότι είμαι πολύ υπερήφανος για το αποτέλεσμα.
Πάμε στον «Γιατρό». Τελευταίος κύκλος με 16 επεισόδια, πού βρίσκουμε τον Ανδρέα Βρεττό;
Νομίζω ότι είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ιστορίας. Βλέπουμε τον Ανδρέα Βρεττό να αρχίζει να θυμάται θραύσματα από το παρελθόν του και προσπαθεί να συγκροτήσει το παζλ που για εκείνον είχε χαθεί οριστικά. Είναι ένας άνθρωπος που από τα ψηλά βρίσκεται στο μηδέν και αναγκάζεται να επανεφεύρει τον εαυτό του από την αρχή. Σκαλί-σκαλί, να καταφέρει να υπάρξει ξανά και ως επιστήμονας και κυρίως ως άνθρωπος στη σχέση του με τους άλλους. Και μέσα σε αυτή την πορεία διαπιστώνει και διαπιστώνουμε ότι ο «καινούργιος» εαυτός που φτιάχνει είναι καλύτερος: πιο βαθύς, πιο ζεστός, πιο πλήρης, κάνει καλύτερη επαφή με τους ανθρώπους. Είναι, όπως λένε οι Αγγλοι, blessing in disguise. Είναι μια μεταμφιεσμένη ευλογία αυτό που του συνέβη, ο πυροβολισμός στο κεφάλι.
Σκηνοθετείς ξανά «Το όνομα» που είναι sold out από την πρώτη ημέρα. Γιατί ο κόσμος αγαπά τόσο αυτό το έργο;
Επειδή είναι κωμωδία που μιλά για τον κόσμο μας, για τις σχέσεις, για το τι «επιτρέπεται» και τι όχι. Ενα γαλλικό, αστικό, πολύ έξυπνο μπουλβάρ με ουσία: γελάς «απενοχοποιημένα», νιώθεις πως γελάς με κάτι που έχει αξία. Πάνω απ’ όλα, όμως, αφορά τις πολύ στενές σχέσεις – κυρίως τις φιλικές, αλλά και τις οικογενειακές. Με τον φίλο σου μπορείς να τσακωθείς, όπως με την οικογένεια, γιατί η σχέση είναι δεδομένη, δεν κινδυνεύει η ύπαρξή της. Και έτσι, με τους πολύ κοντινούς μας μπορούμε άφοβα να περάσουμε από τις μεγαλύτερες συγκρούσεις και να τις ξεπεράσουμε.
Λες ότι στις πολύ στενές φιλίες οι συγκρούσεις ξεπερνιούνται. Στον έρωτα είναι πιο δύσκολο;
Είναι εκτός θέματος, κανένα από τα έργα δεν ασχολείται με αυτό. Αλλά να πω το εξής: είναι τελείως διαφορετικά. Οι βαθιές φιλικές σχέσεις μοιάζουν με τις οικογενειακές. Θα έλεγα και ανώτερες καμία φορά, γιατί είναι επιλεγμένες. Προφανώς μπορείς να διαρρήξεις μια σχέση και με φίλο και με μέλος της οικογένειας. Αλλά το χαρακτηριστικό στις βαθιές, ουσιαστικές, πραγματικές σχέσεις είναι ότι, όσα κύματα και αν φέρει η ζωή, το βαρκάκι δεν βουλιάζει. Είναι πάνω σε γερά θεμέλια. Ειδικά στις φιλικές σχέσεις. Είναι άνθρωποι που έχουν επιλέξει ο ένας τον άλλον. Τώρα, όταν οι φίλοι απομακρύνονται, απομακρύνονται γιατί έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν ή γιατί η σχέση δεν ήταν τόσο στενή, ή γιατί εξάντλησε τον σκοπό της. Οι φίλοι που μένουν για πάντα, έχουν επιλέξει ο ένας τον άλλον. Είναι σχέσεις αίματος.
Η φιλία είναι και ο πυρήνας του έργου…
Η φιλία είναι κυρίαρχη στην πλοκή. Και εγώ αισθάνομαι -σαν να είμαι- ευλογημένος από τη φιλία των ανθρώπων. Εχω παιδικούς φίλους πάνω από 40 χρόνια. Και σε κάθε περίοδο της ζωής μου έκανα καινούργιους φίλους, κρατώντας τους παλαιότερους. Από τους καινούργιους αυτούς, πάντα έμεναν, στον επόμενο «κύκλο», δύο-τρεις πολύ σημαντικές παρουσίες. Οπότε είμαι ένας άνθρωπος που αισθάνεται ευλογημένος από τη φιλία. Και την πιστεύω πάρα πολύ. Είναι από τα στοιχεία που αξίζουν πραγματικά στη ζωή των ανθρώπων.
Πολλά από τα έργα που επιλέγεις ακουμπούν ανθρώπινες σχέσεις. Τι είναι αυτό που σε τραβά σε αυτές τις ιστορίες;
Τα περισσότερα έργα μιλούν για ανθρώπινες σχέσεις – φιλικές, οικογενειακές, ερωτικές. Εγώ έχω ασχοληθεί αρκετά, όχι ακριβώς «εκ προθέσεως», αλλά επειδή με ενδιέφεραν τα έργα. Ετυχε να ασχοληθώ πολύ με έργα που έχουν να κάνουν με τις οικογενειακές σχέσεις. Συνήθως, σε αυτά τα έργα, οι θεατές βλέπουν τις σχέσεις σε ένα «τεντωμένο σχοινί», στην ακραία εκδοχή τους. Με ενδιαφέρουν πολύ, γιατί σε πολύ μεγάλο βαθμό οι άνθρωποι προσδιοριζόμαστε από τις σχέσεις μας με τους άλλους: με τους γονείς, τα παιδιά, την ευρύτερη οικογένεια, τους φίλους. Και είναι αποδεδειγμένο, με πάρα πολλές έρευνες, ότι από τα βασικότερα στοιχεία ευτυχίας -και ευτυχούς μακροβιότητας- δεν είναι κάποιος δείκτης «πραγματικής» υγείας, αλλά οι προσωπικές σχέσεις. Η επαφή με τους ανθρώπους. Η σύνδεση με τους άλλους.
«Ψυχαναλύεσαι» ποτέ μέσα από τα έργα; Σου έχει τύχει ένας ρόλος να λύσει έναν προσωπικό κόμπο ή να ανοίξει κάτι μέσα σου;
Ευτυχώς δεν είμαστε μυθιστορηματικοί ήρωες. Στην πραγματική ζωή μας συμβαίνουν πολύ λιγότερα και, δόξα τω Θεώ, θα έλεγα. Παρ’ όλα αυτά, όταν ασχολείσαι με ένα έργο, το μεταφράζεις, το σκηνοθετείς ή απλώς παίρνεις έναν ρόλο, ο κόσμος του έργου και τα ζητούμενα του ήρωα σε απασχολούν. Εκ των πραγμάτων, στρέφεται η ματιά σου -ακόμη και η ασυνείδητη- να παρατηρεί τον κόσμο υπό ένα πρίσμα που προστίθεται στο πρίσμα με το οποίο έτσι και αλλιώς τον βλέπεις. Παρατηρείς τον κόσμο μέσα από τα δικά σου μάτια, αλλά υπό τη γωνία, υπό τον φακό του συγκεκριμένου ρόλου και του συγκεκριμένου έργου. Παράδειγμα: ο ρόλος στη «Σωτηρία». Δεν προσπαθώ να καταλάβω απλώς «τι σημαίνει να είσαι αρχηγός μιας αίρεσης» – από αυτές που βλέπουμε στις ΗΠΑ ή στην Ιαπωνία, με αρχηγούς που τους υπακούν τυφλά, μέχρι και σε αυτοκτονικό βαθμό. Προσπαθώ να καταλάβω τι οδηγεί έναν άνθρωπο να γίνει αρχηγός ή πιστός μιας αίρεσης.
Ποια είναι η ιστορία στη «Σωτηρία»;
Λέει την ιστορία ενός ανθρώπου που, ύστερα από ένα πολύ τραυματικό γεγονός -χάνει τον γιο του- φτιάχνει μια αίρεση. Η οικογένεια διαλύεται: η γυναίκα του φεύγει, εκείνος κρατά την κόρη τους, που μεγαλώνει μέσα στην αίρεση και γίνεται απόλυτα πιστή στο δόγμα της – στην «εξήγηση» του κόσμου βάσει του βιβλίου της αίρεσης. Κάποια στιγμή, η μητέρα επιστρέφει για να την απελευθερώσει. Και εκεί βλέπουμε τι συμβαίνει ανάμεσα στον πατέρα-αρχηγό, την κόρη-οπαδό και τη μητέρα, έναν ελεύθερο άνθρωπο που προσπαθεί να τραβήξει την κόρη έξω. Είναι μεγάλη μου χαρά που παίζω με την Πέγκυ Τρικαλιώτη -αν και δεν συναντιόμαστε στη σκηνή- και με την Αγνή Βασιλειάδου, που είναι εξαιρετική ηθοποιός. Θα έλεγα και με τον Γιώργο Βαλαή, αλλά και εκεί δεν συναντιόμαστε γιατί είμαστε σε διπλή διανομή.
Παρουσιάζεται σε έναν ιδιαίτερο χώρο της FIAT. Τι εμπειρία ζει ο θεατής;
Είναι έργο του Τιμ Κράουτς, πολύ ενδιαφέρων σύγχρονος Βρετανός συγγραφέας και ταυτόχρονα πειραματικός. Τα έργα του εξερευνούν τα όρια της παραστατικής τέχνης. Κάνει έργα ζωντανά, για να γεννήσει πιο ισχυρή αίσθηση στο κοινό. Ο Αλέξανδρος Ραπτοτάσιος, που σκηνοθετεί, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση νέου δημιουργού και έχει πραγματικό ενδιαφέρον γι’ αυτό το είδος: να μετακινήσει λίγο τη σχέση πλατείας – σκηνής. Παίζουμε σε έναν μαγευτικό χώρο, μια παλιά εργοστασιακή αποθήκη της FIAT, όπου έχει στηθεί ένας κύκλος θεατών και αυτοί παρακολουθούν ιστορία. Μαζί με την ιστορία, τους δίνουμε και το βιβλίο της αίρεσης που είναι, ταυτόχρονα, το βιβλίο του θεατρικού. Ξεκινούν ως θεατές, αλλά σιγά-σιγά μπορεί να νιώσουν μέλη μιας αίρεσης. Ο κεντρικός ρόλος, ο Μάιλς, τους καθοδηγεί: πότε γυρίζουμε σελίδα, τι κοιτάμε, τι κάνουμε. Οι θεατές υπακούν. Στο τέλος μπορεί να διαπιστώσουν ότι υπήρξαν απολύτως χειραγωγημένοι. Εχοντας δει μια παράσταση, έχουν ταυτόχρονα συμμετάσχει σε τελετουργικό της αίρεσης.
Γιατί πιστεύεις ότι οι άνθρωποι νιώθουν την ανάγκη να πιστέψουν σε κάτι «μεγαλύτερο»;
Η ανάγκη μας να πιστέψουμε σε κάτι πιο μεγάλο από εμάς είναι αυτή η οποία μας οδηγεί στο να μπορούμε να γίνουμε μέλη αίρεσης. Οδηγεί τους ανθρώπους στη θρησκευτική πίστη, αλλά και σε ιδεολογίες. Οσο πιο περίπλοκος και δυσερμήνευτος γίνεται ο κόσμος και όσο λιγότερα εργαλεία έχουμε για να τον κατανοήσουμε τόσο μεγαλύτερη είναι η επιρροή τέτοιου τύπου ιδεολογιών ή ηγετών. Σε έναν τέτοιο κόσμο, οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη από πιο εύκολες απαντήσεις, επειδή έχουμε ανάγκη να αισθανόμαστε ασφαλείς. Οπότε, οποιοσδήποτε μπορεί να μας δώσει μια πιο εύκολη εξήγηση του κόσμου, την οποία να μπορούμε να δεχθούμε με έναν τρόπο πιο απλοϊκό, χωρίς να ξέρουμε όλες τις λεπτομέρειες. Η φυσική μας τάση είναι να πιστέψουμε.
Αυτό μας κάνει πιο ευάλωτους σε ολοκληρωτικές ιδεολογίες απ’ ό,τι στο παρελθόν;
Φυσικά και είναι απολύτως εξηγήσιμο. Ολα αυτά -και οι θρησκείες και οι ιδεολογίες- πατούν στην ίδια ανθρώπινη βάση: την ανάγκη να καταλάβουμε και να εξηγήσουμε τον κόσμο. Οσο πιο δύσκολες είναι οι συνθήκες και όσο λιγότερα διανοητικά εργαλεία διαθέτουμε, τόσο μεγαλώνει η ανάγκη. Και όταν οι λύσεις που δίνει η κοινωνία δεν επαρκούν, εκεί εμφανίζεται η τάση μας -η φυσική μας τάση- να πιστέψουμε σε κάτι, ή ακόμα χειρότερα, σε κάποιον, τυφλά και φανατικά. Και τότε βλέπεις να γκρεμίζονται, σχεδόν εν μια νυκτί, όσα θεωρούσαμε κεκτημένα: ορθολογισμός, εργαλεία του νου, επιστημονική μέθοδος, προσεκτική αντιπαραβολή στοιχείων – ό,τι προσέφερε ο πολιτισμός της νόησης, από τους αρχαίους φιλοσόφους μέχρι σήμερα. Γκρεμίζονται ως σταθερές και ο καθένας γίνεται έτοιμος να προσχωρήσει σε οποιοδήποτε σύστημα εξήγησης ή σύστημα αξιών υπηρετεί την ανάγκη του για αυτοπροστασία και ερμηνεία του κόσμου.
Στην εποχή των social media και των αλγορίθμων, η «ψηφιακή» συνθήκη μάς εκθέτει πιο εύκολα σε τέτοιες ερμηνείες;
Εχεις απόλυτο δίκαιο. Είναι πολύ πιο εύκολα τα πράγματα τώρα. Ετσι και αλλιώς, όσο πιο απλοϊκή είναι μια ιστορία, τόσο πιο εύκολα διασπείρεται, γιατί χτυπά κατευθείαν τον συναισθηματικό πυρήνα των ανθρώπων. Οσο περισσότερα λογικά, ψύχραιμα επιχειρήματα έχει μια θεωρία, τόσο δυσκολότερα διασπείρεται: χρειάζεται κατανόηση, μελέτη, διανοητική επεξεργασία. Αυτά είναι δύσκολα, παίρνουν χρόνο. Εγώ πραγματικά δεν το πίστευα. Ασε όλα τα άλλα – θρησκείες, ιδεολογίες. Θυμάμαι γύρω στο 2005 που πρωτοάκουσα ως «κάζο» στην Αμερική ότι υπάρχουν άνθρωποι που υποστηρίζουν τη θεωρία της επίπεδης Γης. Το περίφημο Flat Earth Society. Στην αρχή το ακούς αστείο, γελάς. Μα αυτό είναι λυμένο, όχι επειδή «στο είπαν», αλλά γιατί τα στοιχεία είναι αδιάσειστα. Και όμως, μέσα στα 20 χρόνια που μεσολάβησαν, το κίνημα της επίπεδης Γης κερδίζει οπαδούς.
Το βλέπεις γύρω σου;
Ναι, το βλέπω. Δεν μπορώ να σου πω ότι το βλέπω έντονα στη χώρα μας. Ο,τι και να πούμε για την Ελλάδα και έχουμε, δόξα τω Θεώ, μεγάλη ικανότητα σαν το γαλατικό χωριό του Αστερίξ να διαφωνούμε για τα πάντα, εντόνως και πολύ συναισθηματικά. Δεν αισθάνομαι ότι, ακόμη και οι άνθρωποι με τους οποίους διαφωνώ, χειραγωγούνται σε απόλυτο βαθμό. Στην Ελλάδα μπορείς να βρεις «δεξαμενές» διαφορετικών εικόνων για τον κόσμο και την πραγματικότητα στα κοινωνικά δίκτυα, στα ΜΜΕ, στα sites. Δεν νιώθω ότι υπάρχει μονοχρωμία. Αν υπάρχει κάτι, είναι συχνά μισαλλοδοξία. Ή ένας πολύ έντονος συναισθηματισμός που σχεδόν πάντα πετά την μπάλα στην εξέδρα: συζητάμε για κάτι, καμία πλευρά δεν το ορίζει σωστά και, στο τέλος, μιλάμε για κάτι άλλο χωρίς να έχουμε λύσει το προκείμενο. Αυτό είναι απουσία ικανότητας ύπαρξης μέσα σε έναν διάλογο, όχι απουσία ευφυΐας ούτε καλής πρόθεσης.
Πιστεύεις ότι οι Ελληνες δυσκολεύονται να εκφράσουν τα συναισθήματά τους;
Δεν είμαι πολύ σίγουρος ότι συμφωνώ. Δεν είναι ότι δυσκολευόμαστε να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας αν κάνουμε κάτι, κυρίως εκφράζουμε τα συναισθήματά μας. Η ιστορία αυτής της χώρας -στις λαμπερές αλλά και στις σκοτεινές στιγμές- είναι η ιστορία ενός λαού πολύ ικανού να βγάζει την ψυχή του προς τα έξω. Πολύ συχνά, κατά τη γνώμη μου, αφήνουμε το θυμικό να επικρατήσει: είτε μας πάει στον ουρανό, είτε στα βάθη του βυθού. Δεν πειράζει, ανθρώπινο είναι. Καμιά φορά το νιώθω λίγο παιδικό, καμιά φορά εκνευρίζομαι και λέω «γαμώτο, υπάρχουν μερικά απλά εργαλεία για να καταλάβεις τι λέει ο άλλος και δεν τα χρησιμοποιούμε». Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να διαφωνούμε·- το αντίθετο. Για να διαφωνήσουν δύο άνθρωποι ή δύο ομάδες πρέπει πρώτα να καταλάβει ο ένας τι λέει ο άλλος. Αν δεν καταλάβει, αν μπαίνει μπροστά η εχθροπάθεια, η μισαλλοδοξία, η απόλυτη πίστη στο «δίκαιο» του καθενός τότε δεν διαφωνούν, απλώς συνυπάρχουν. Και αυτό δεν είναι διαφωνία. Η διαφωνία είναι μια μορφή συνάντησης. «Συμφωνούμε ότι διαφωνούμε». Για να διαφωνήσεις, πρέπει να συναντηθείς. Στην Ελλάδα, πολλές φορές, δεν διαφωνούμε καν – γιατί δεν έχουμε καταλάβει το θέμα.
Βρίσκεσαι σε μια πολύ δημιουργική φάση καλλιτεχνικά. Σε προσωπικό επίπεδο, τι είναι αυτό που σε χαλαρώνει;
Ο,τι χαλαρώνει όλους τους ανθρώπους. Μου αρέσει πολύ να αθλούμαι και βρίσκω τον χρόνο να το κάνω. Είμαι σε μια περίοδο χωρίς στρες, έχω πολλές ώρες δουλειάς, αλλά μου αρέσουν αυτά που κάνω και τα κάνω με μια ηθική ισορροπία και ησυχία. Μου αρέσει πολύ ο «Δικαστής», μου αρέσει πολύ το θέατρο. Ταυτόχρονα, βρίσκω χρόνο για τους φίλους μου, για να αθλούμαι, για να διαβάζω. Προλαβαίνω να τα κάνω όλα και τα μοιράζω καλά. Δεν συμβαίνει πάντα, αλλά γηράσκω διδασκόμενος, η διαχείριση του χρόνου έχει τεράστια αξία. Είναι ένα από τα πιο βασικά μας «νομίσματα», μαζί με τους ανθρώπους, τις σχέσεις μας. Στην ηλικία που είμαι, το καταλαβαίνεις καθαρά: ο χρόνος είναι συγκεκριμένος, ορισμένος. Χρειάζεται καλή κρίση.
Η ηλικία σε απασχολεί;
Αυτή τη στιγμή η ηλικία μου με… ευχαριστεί. Είμαι 55. Νιώθω ότι δεν έχω χάσει την επαφή μου με τα πράγματα, ούτε τη χαρά που βίωνα στα 30. Αυτές οι χαρές είναι εδώ. Μαζί με αυτό, το μυαλό, ο νους, η ψυχή, είναι πιο «ψημένα», άρα και πιο ήρεμα. Είναι καλή ηλικία αυτή, στην εποχή που διανύουμε. Ξέρω καλύτερα τι θέλω, ξέρω καλύτερα τι δεν θέλω. Είναι μια καλή στιγμή.
Παραμένεις ανοιχτός σε ό,τι φέρνει η ζωή;
Ναι, ναι, φυσικά!