
Φωτογραφίες από το πιο ιδιαίτερο καρναβάλι στην Ελλάδα- που ντύνονται μόνο οι άντρες!
Μια παράδοση αιώνων είναι το αποκριάτικο highlight στο νησί – που τώρα γίνεται βιβλίο και θα κυκλοφορήσει από διεθνή εκδοτικό οίκο.
Ο Μεσότοπος είναι ένα μικρό, τυπικό χωριό, 950 περίπου κατοίκων, στα δυτικά της Λέσβου. Απέχει 74 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα του νησιού και είναι χτισμένο αμφιθεατρικά σ’ ένα λόφο με θέα στο Αιγαίο. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία και τη γεωργία. Είναι απλοί, φιλόξενοι, ευγενικοί άνθρωποι, που διατηρούν με ευλάβεια και πίστη τις παραδόσεις, τις οποίες φροντίζουν να μεταδίδουν και στις νεότερες γενιές.
Η τυπική καθημερινότητα στο χωριό ανατρέπεται την περίοδο του καρναβαλιού, για την οποία οι κάτοικοι προετοιμάζονται μήνες πριν, αφού «ξυπνούν» εκείνη την ημέρα μια παράδοση αιώνων. Κάθε Κυριακή της Αποκριάς, εδώ και πολλά χρόνια ο δραστήριος Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού διοργανώνει καρναβαλικές εκδηλώσεις, που συμπεριλαμβάνουν σατιρικά σκετσάκια και παρλάτες, στις οποίες συμμετέχουν κυρίως οι μαθητές των σχολείων και οι νεότεροι από τους κατοίκους του χωριού. Στο τέλος των εκδηλώσεων εμφανίζεται μια ομάδα αντρών, στην πλειονότητά τους κτηνοτρόφοι, που έχουν κρεμασμένα στο σώμα τους μερικές δεκάδες κουδούνια διαφόρων μεγεθών. Οι Κουδουνάτοι, όπως λέγονται, βάφουν το πρόσωπό τους μαύρο, αφενός για να μην αναγνωρίζονται και έτσι να μπορούν ελεύθερα να εκφράζουν τις επιθυμίες, τα απωθημένα και τα καταπιεσμένα ερωτικά ένστικτά τους (αυτή ήταν τουλάχιστον η αφετηρία της παράδοσης) και αφετέρου, με την αποτρόπαιη εμφάνιση και το δυνατό θόρυβο των κουδουνιών, να εξαγνίζουν την κοινότητα και να διώχνουν τις κακές δυνάμεις. Στο χέρι κρατούν ένα φαλλόμορφο ραβδί, την κουτσκούδα, την οποία χτυπούν με δύναμη στη γη. Το έθιμο έχει πολύ βαθιές, αρχέγονες ρίζες που σχετίζονται με τη διονυσιακή λατρεία και τη γονιμότητα της γης.
Το θέαμα είναι εντυπωσιακό και την πρώτη φορά που βρίσκεσαι εκεί το συναίσθημα είναι έντονο, προκαλώντας σχεδόν δέος. Όπως περιγράφει στο People ο εικαστικός Δημήτρης Γέρος, ο οποίος διατηρεί σπίτι στη Λέσβο εδώ και πολλά χρόνια, την πρώτη φορά που βρέθηκε στο Μεσότοπο μια Κυριακή Αποκριάς ξαφνιάστηκε από το καθηλωτικό θέαμα. «Κάποια στιγμή ακούστηκε ένας πολύ έντονος θόρυβος, σαν να ετοιμάζεται να γίνει μεγάλος σεισμός ή σαν να έρχονται από το βάθος κοπάδια κατσίκια αγριεμένα. Ήταν μια βοή που δεν είχα ξανακούσει. Και τότε εμφανίστηκαν οι Κουδουνάτοι, ιδρωμένοι, με μικρά βήματα και χοροπηδώντας. Καθώς κατεβαίνουν από το ψηλότερο σημείο του χωριού, από το ποδοβολητό και τα κουδούνια απλώνεται σ’ όλο τον οικισμό ένας συμπαγής, τρομακτικός θόρυβος. Όσο κατεβαίνουν, τόσο ο θόρυβος δυναμώνει. Είναι όλοι τους άντρες, καθώς τα κουδούνια αυτά είναι πολύ βαριά, με κάποια παιδιά μαζί τους» μας λέει. Από όπου περνούσαν, οι γυναίκες του χωριού τούς κερνούσαν τσικουδιές και ρακές, τραγουδώντας “την καλή σου την κουτσκούδα, να την έχεις πάντα ντούρα”».
Ο Δημήτρης Γέρος, εντυπωσιασμένος εκείνη την ημέρα, έκανε μια σειρά πορτρέτων με τους Κουδουνάτους και το φωτογραφικό υλικό την επόμενη χρονιά θα γίνει βιβλίο, που θα κυκλοφορήσει από τον εκδοτικό οίκο Damiani Editore, με έδρα την Μπολόνια της Ιταλίας. Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει σε πολλές χώρες, ενώ τα κείμενά του θα είναι ταυτόχρονα σε ελληνικά και αγγλικά.
«Ένας από την ομάδα των Κουδουνάτων είναι ντυμένος με λευκά εσώρουχα, έχει κρεμασμένη μια μεγάλη κουδούνα κάτω από την κοιλιά και στο χέρι του κρατάει ένα μακρύ ξύλο, στην άκρη του οποίου έχει σκαλιστεί μια βάλανος. Αυτός είναι ο Γέρος ή ο Μπρουστνέλλας (δηλ. μπροστάρης), που πηγαίνει πρώτος, και ακολουθούν στη σειρά οι Κουδουνάτοι. Έτσι, εν πομπή, περνούν από όλα τα δρομάκια του χωριού και όταν φτάσουν στην άκρη του, δύο ηλικιωμένοι βρακοφόροι χορεύουν τον «αράπικο» χορό, ο οποίος είναι ερωτικός και περιλαμβάνει πολλά σκέρτσα και ακκισμούς» περιγράφει ο Δημήτρης Γέρος.
Στο τέλος της εκδηλώσεως, όλοι μαζί, θεατές και Κουδουνάτοι, πηγαίνουν στον πλούσιο μπουφέ, τον οποίον έχουν ετοιμάσει τα μέλη του Πολιτιστικού Συλλόγου, για να δοκιμάσουν τους τοπικούς μεζέδες, το κρασί και να αρχίσει το μεγάλο γλέντι, το οποίο συνεχίζεται και την επομένη, την Καθαρή Δευτέρα, στο επίνειο του χωριού, το Ταβάρι, με νηστίσιμα και διάφορα θαλασσινά, πολύ ούζο και τραγούδια.