Από τις αρχές του 2018 άρχισε να αναπτύσσεται έντονη κινητικότητα, που οδήγησε στη σημερινή υπογραφή της οριστικής συμφωνίας Ελλάδας -Βόρειας Μακεδονίας.

Άλλοτε δημόσια με επίσημες πρωτοβουλίες, άλλοτε παρασκηνιακά, είτε σε διμερές επίπεδο είτε με μεσολαβητές, οι διαπραγματεύσεις της Ελλάδας, με τη Severna Makedonja (Βόρεια Μακεδονία), πλέον, γνώρισαν περιόδους έντασης και ύφεσης, νεκρά διαστήματα και πυκνά γεγονότα, ισχυρές παρεμβάσεις τρίτων χωρών και διεθνών οργανισμών, που τελικά οδήγησαν στη συμφωνία που αναμένεται να υπογραφεί σήμερα από τους υπουργούς Εξωτερικών Ντιμιτρόφ και Κοτζιά.

Η επίσημη διαπραγματευτική διαδικασία άρχισε λίγο μετά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας τής μέχρι τότε Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας στις 24 Ιανουαρίου 1991. Οι εξελίξεις τότε ήταν δραματικές καθώς η Γιουγκοσλαβία διαλύονταν και οι χώρες που την συγκροτούσαν, η μία μετά την άλλη γίνονταν ανεξάρτητες Δημοκρατίες. Πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτισε η Γερμανία η οποία σε μια δραματική συνεδρίαση των υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ στις 16 Δεκεμβρίου 1991, πίεσε και πέτυχε τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, αναγνωρίζοντας μονομερώς σε πρώτη φάση, την Κροατία, τη Σλοβενία και τα Σκόπια προς τα οποία ωστόσο έθεσαν σειρά όρων:

Τα Σκόπια εκλήθησαν να προσφέρουν συνταγματικές και πολιτικές εγγυήσεις στους γείτονές τους ότι: α) Δεν έχουν εδαφικές διεκδικήσεις, β) Δεν ασκούν εχθρική προπαγάνδα, γ) Δεν χρησιμοποιούν ονομασία που υπονοεί εδαφικές διεκδικήσεις.

Η Ελλάδα προσπάθησε και μέσω της ΕΕ και μέσω κινήσεων προς την μεγάλες χώρες, να αποτρέψει την αποδοχή της χώρας αυτής ως «Δημοκρατίας της Μακεδονίας». Διαφαίνονταν ήδη ότι η υπόθεση αυτή εξελίσσονταν σε δύσκολο διπλωματικό κεφάλαιο και για τα Βαλκάνια και για την Ευρώπη γενικότερα. Για τον λόγο αυτό, η ΕΕ άρχισε να παρεμβαίνει.

Διαβάστε περισσότερα στο Fortunegreece.com