Από τη Ντέπυ Κουρέλλου

Η γυναίκα με τη βραχνή, τσιγαρίσια φωνή απεχθανόταν τη σοβαροφάνεια, έζησε μια ζωή ωραία ακολουθώντας πεισματικά την καρδιά της χωρίς λογοκρισία, επιλέγοντας το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό, σε μια πορεία που καθόταν πάντα στη θέση του οδηγού με ένα τσιγάρο στο στόμα.

H Ρίκα Βαγιάνη δεν έκανε ποτέ τη χαριτωμένη. Δεν το είχε ανάγκη. Είχε μυαλό και το χρησιμοποιούσε. Διέθετε μια βαθιά αγάπη για την ελληνική γλώσσα και τον πλούτο της. Γι’ αυτό εξάλλου ξεχώρισε στην τηλεόραση, σε μια εποχή που οι παρουσιάστριες περιορίζονταν στο να ακκίζονται με το φακό. Περισσότερο, όμως, αγαπήθηκε για τα κείμενά της – ζωντανά, δουλεμένα, πάντα αληθινά.

Μια πολύπλοκη οικογένεια

Γεννήθηκε το 1962 ως Μαρίκα Ζούλα, κόρη της Βαρβάρας Δράκου και του Οδυσσέα Ζούλα, επιτυχημένου κοσμικογράφου και ραδιοφωνικού παραγωγού. Ήταν μάλιστα από τους δημοσιογράφους που είχαν καλύψει το γάμο του Αριστοτέλη Ωνάση και της Τζάκι Κένεντι στον Αστακό.

Ο γάμος των γονιών της δεν θα κρατήσει πολύ. Όπως γράφει η ξαδέρφη της, Φωτεινή Κλαδευτήρα: «Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, οι γονείς μου κάλεσαν τους γονείς της σε τραπέζι. Ο πατέρας μου ήταν κι εκείνος δημοσιογράφος και μεταξύ των καλύτερων φίλων του ήταν και ο Γιάννης Διακογιάννης, ο οποίος επίσης εκλήθη σε εκείνο το μοιραίο τραπέζι. Ο έρωτας μεταξύ της Βαρβάρας και του Διακογιάννη ήταν κεραυνοβόλος. Όπως μου είχε πει η Ρίκα, ο Οδυσσέας κατάλαβε από την πρώτη στιγμή τι είχε συμβεί. “Σε έχασα, Βαρβάρα μου…” είπε τότε στη σύζυγό του». Η Βαρβάρα έμεινε με τον Γιάννη μέχρι το θάνατό της, το 2016, από καρκίνο, ενώ είχε ήδη διαγνωστεί καρκίνος και στη Ρίκα.

Σε συνέντευξή της στην εφημερίδα Lifo περιγράφει τα παιδικά της χρόνια: «Μεγάλωνα με τη μαμά μου και τον πατριό μου, που είχε παιδί από προηγούμενο γάμο, ενώ ο μπαμπάς μου είχε άλλα παιδιά από τον επόμενο γάμο του και ο πατριός μου και η μαμά μου είχαν άλλο παιδί μεταξύ τους, αλλά όλοι βασικά τα πηγαίναμε μεταξύ μας αρκετά καλά και κάναμε πλάκες και εμένα αυτό μου φαινόταν καθημερινότητα».

Η σχέση της με τον Διακογιάννη

Δεν είναι εύκολο να μεγαλώνεις με ξένο πατέρα – για τα περισσότερα παιδιά. Όχι όμως για τη Ρίκα Βαγιάνη. Όχι αν ο νέος πατέρας είναι ο εκλεπτυσμένα καλλιεργημένος Γιάννης Διακογιάννης.

Η Ρίκα τον αγάπησε πολύ κι ακόμα πιο πολύ τη σχέση του με τη μητέρα της. Τόσο που αυτοβαφτίστηκε «Βαγιάνη», από τη σύμπτυξη των ονομάτων τους. Σε ένα από τα ωραιότερα κείμενά της, που είναι αφιερωμένο στον πατριό της, εξηγεί πώς ενώ κατάφερε να την κάνει να αγαπήσει τον Παναθηναϊκό, τελικά δεν αγάπησε το ποδόσφαιρο. «Με πήρε κάνα δυο φορές μαζί του. Εγώ, αντί για φάσεις και τεχνικές, ξεσήκωσα ό,τι μπινελίκι και γαμοσταυρίδι εκσφενδονιζόταν στη Λεωφόρο. Μισή μερίδα παιδί. Ένα κυριακάτικο απόγευμα ρώτησα τη μαμά μου αν χωράει στον ποπό του διαιτητή μια ολόκληρη ποδοσφαιρική μπάλα. Κάπως έτσι κόπηκαν τα σούρτα φέρτα στα ματς. Μαχαίρι».

Την ίδια στιγμή, η μητέρα της φρόντιζε στο σπίτι να αφήνει ανοιχτά βιβλία στο τραπέζι της κουζίνας. «Έκανε απελπισμένες προσπάθειες να μην εξελιχθώ σε γρυλίζοντα σκυλο-χούλιγκαν, αλλά πλαγίως – ήξερε ότι δεν θα διάβαζα ποτέ κάτι που θα μου υποδείκνυε, δήθεν για να “καλλιεργηθώ”» γράφει στο ίδιο κείμενο.

Ανάμεσα στον Πελέ και τον Ελύτη, τη Μοσχολιού και τον Φον Κάραγιαν, την Επίδαυρο και τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας όλα εντυπώνονταν γλυκά στο μυαλό και στην καρδιά της μικρής Ρίκας. Κυρίως η αίσθηση πως υπάρχει η αληθινή αγάπη. Όπως αυτή της Βαρβάρας και του Γιάννη. Γράφει πάλι: «Αυτές τις μέρες, κάπου στις μικρές Κυκλάδες, ίσως πάρει το μάτι σας έναν όμορφο, ηλιοκαμένο παππού που μπαινοβγαίνει ακατάπαυστα σ’ ένα επαρχιακό νοσοκομείο: Προσέχει τη γυναίκα του που ανέβασε πυρετό στις διακοπές. Της φέρνει νέα, αναψυκτικά και ψαρόσουπα από τη διπλανή ταβέρνα. “Μου σπάει τα νεύρα” μουρμουράει η μάνα μου. “Δεν φεύγει λεπτό από εδώ. Του λέω ‘έλα, πήγαινε μια βόλτα, να δεις κανένα αγώνισμα, να ξεσκάσεις’, αυτός τίποτα, εδώ, μπάστακας, δίπλα μου, όλη μέρα ασχολείται μαζί μου”».

Η παρ’ ολίγον Μελίνα

Στην εφηβεία της αρχίζει να ονειρεύεται να γίνει ηθοποιός. Οι φίλοι τής έλεγαν πως τους θυμίζει, λόγω ιδιοσυγκρασίας, τη Μελίνα Μερκούρη. Της αρέσει. Κάνει κοπάνες από το σχολείο, αρχίζει το κάπνισμα, πηγαίνει σε διαδηλώσεις και τελικά δίνει εξετάσεις στη δραματική σχολή του Εθνικού. Εργάστηκε επτά χρόνια ως ηθοποιός. Γρήγορα, όμως, συνειδητοποίησε ότι δεν της ταίριαζε το σανίδι. «Σαν ηθοποιός ήμουνα χάλια. Χάλια. Δεν μου βγήκε το χαρτί της υποκριτικής. Ανακάλυψα ότι υπήρχε ένας πολύ σοβαρός λόγος: Δεν είχα καθόλου ταλέντο». Επιπλέον, η ηθοποιία δεν της φέρνει χρήματα. «Γκρίνιαζα σε μια κοπέλα για τα λεφτά – ότι είναι λίγα, ότι κοπιάζουμε τόσο πολύ και δεν αμειβόμαστε όσο θα έπρεπε, ότι δεν άντεχα αυτή τη μιζέρια. Εκείνη μου έλεγε: “Μόνο αυτό θέλω στη ζωή μου! Να δουλεύω στο θέατρο, κι ας μην έχω να φάω”. Αυτό το κορίτσι λεγόταν Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Να η διαφορά μας». Αυτή η ανάγκη της για οικονομική ανεξαρτησία, ταυτόχρονα με το θέατρο, την οδηγεί στα περιοδικά.

Από 17 ετών ήταν το «παιδί για όλες τις δουλειές» δίπλα στην Κατερίνα Δασκαλάκη, διευθύντρια του Cosmopolitan και μέντορά της. Από μαθητευόμενη θα γίνει διευθύντρια στο Cosmopolitan στα 28 της. Συντάκτρια αργότερα στο Ένα, στο περιοδικό Colt, στο Symbol, παραγωγός στο ραδιόφωνο στο Κανάλι 1, στον Αθήνα 9,84, στον Top FΜ, στον Kiss, 12 χρόνια συντάκτρια στην Απογευματινή και μετά στο Έθνος με καθημερινή στήλη και, φυσικά, εκπομπές στην ΕΡΤ, στο Mega. Ξεχωρίζει για το ήθος, το στιλ, τα ελληνικά της. Το ταλέντο της.

«Η δημοσιογραφία μού αρέσει γιατί είναι απρόβλεπτη και σπάνια πλήττεις σ’ αυτήν. Εννοείται ότι με είχαν στα όπα όπα στη δουλειά, λόγω του Γιάννη Διακογιάννη. Αλλά δεν είμαι αθλητικογράφος για να κουβαλάω στους ώμους μου το βάρος του ονόματος. Κάνουμε διαφορετικές δουλειές. Απ’ την άλλη, είμαι και φυσικό παιδί του πατέρα μου, του Οδυσσέα Ζούλα, με εξίσου βαρύ όνομα στη δημοσιογραφία. Ποτέ όμως δεν είχα ενοχές για αυτό που είχα ως προίκα. Το μόνο που είχα στο νου μου ήταν να μην τους ξεφτιλίσω. Ήμουνα λίγο τρελή, αλλά είχα και φιλότιμο. Δεν ήθελα να είμαι σε μια δουλειά και να λένε ότι “εδώ έχουμε την κόρη του τάδε ή την ανιψιά του δείνα”. Γκάζωνα παραπάνω» είχε πει για το επάγγελμα που αγάπησε και την αγάπησε.

Τα βράδια τριγυρνάει στα μπαρ, «τα κανονικά αλλά και τα περιθωριακά», στα μπουζούκια και στις ταβέρνες. Πηγαίνει Μύκονο, Ύδρα, Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Παρίσι. Τριγυρνάει, μαθαίνει, ζει, πίνει, καπνίζει. Είναι το απόλυτο it girl της Αθήνας των 80s.

Το Playboy

Tον Ιανουάριο του 1986 φωτογραφίζεται για το Playboy. Στο εξώφυλλο εμφανίζεται με τουαλέτα, μακριά γάντια και σαμπάνια. Στο εσωτερικό επικρατεί μια εντελώς αποκαλυπτική κατάσταση. «Περιττό να πω πόσα πολλαπλά εγκεφαλικά έπαθαν οι γονείς μου. Θυμάμαι τα πέταξα όλα μπροστά στον Διαμαντόπουλο και του είπα: “Τράβα φωτογραφίες!”. Τυχαία έγινε, επειδή εκείνο το μήνα δεν είχαν “κουνέλι” στο εξώφυλλο, ήταν φίλος μου ο διευθυντής και μου λένε “δεν έρχεσαι να κουνελίσουμε εσένα;”. Και το έκανα. Αν αύριο, όμως, γίνω γιαγιά, ξέρεις τι θα λέει ο εγγονός μου; “Ξέρετε τι γιαγιά έχω εγώ; Κουνέλι!”. Θα σαρώνει όλα τα άλλα παιδάκια στο νηπιαγωγείο. Δεν μου προκαλεί ντροπή το γυμνό σώμα και γενικότερα δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα ταμπού» είχε δηλώσει για αυτή τη φωτογράφιση.

Ο Νίκος

Η Ρίκα ερωτευόταν συχνά. Κι έντονα. Γι’ αυτό ήξερε να γράφει τόσο επιτυχημένα για την αγάπη. Παντρεύτηκε όταν γνώρισε τον καθηγητή Ψυχιατρικής στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Νίκο Στεφανή, γιο του επίσης ψυχιάτρου και καθηγητή, πρώην υπουργού Υγείας Κώστα Στεφανή. «Μία φορά ταξίδεψα στο Μπαλί με το σύντροφό μου, για να κάνουμε κατάδυση και να δούμε τα ψάρια. Ένα φοβερά μεγάλο και άσχημο ψάρι πλησίασε απειλητικά το φίλο μου. Ακούμπησε τη μύτη του σχεδόν πάνω στη δική του και άνοιξε τα απαίσια σουβλερά του δόντια, έτοιμο να τον κάνει μια χαψιά. Εγώ τρόμαξα! Ο φίλος μου έμεινε εντελώς ακίνητος κοιτώντας το ψάρι μέσα στα μάτια, μέχρι που στο τέλος ψάρωσε ο ίδιος το ψάρι. Τότε κατάλαβα ότι αυτό τον άντρα εγώ θα τον παντρευτώ. Και τον παντρεύτηκα!» είχε πει για τον άντρα της ζωής της.

Για εκείνον άφησε και την καριέρα της στην Ελλάδα. Ο Νίκος παίρνει εκπαιδευτική άδεια από το Πανεπιστήμιο της Αθήνας για να ολοκληρώσει κάποιες έρευνες στο αντικείμενό του σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο της Δυτικής Αυστραλίας. Μετακομίζουν, το 2011, στο Περθ και αυτή η αποχώρηση από την Αθήνα, σε συνδυασμό με τη βαθιά κρίση, αφήνει τη Ρίκα, για πρώτη φορά από τα 17 της, άνευ αντικειμένου.

Δεν την πολυένοιαξε αρχικά. Η προγραμματισμένη μέχρι κεραίας, όμως, ζωή στην Αυστραλία την κούρασε. «Δεν αντέχω την τόση ευρυθμία. Μου έρχεται να τρέξω νύχτα στο αεροδρόμιο, να προσγειωθώ με αλεξίπτωτο σ’ ένα ταβερνάκι στην Αθήνα, να λέω σαχλαμάρες με τους κολλητούς μέχρι το πρωί, με το αμάξι μου διπλοπαρκαρισμένο στο πεζοδρόμιο, με τα αλάρμ να αναβοσβήνουν, δίπλα στον ξέχειλο κάδο με τα σκουπίδια που έχουν να μαζευτούν δέκα μέρες». Και πράγματι, ύστερα από ενάμιση χρόνο επέστρεψε, ενώ είχε ήδη αποκτήσει, από τα 44 της, το γιο της, Οδυσσέα, με εξωσωματική. Και, φυσικά, μίλησε και για αυτό.

Η εξωσωματική

Ο δρόμος μέχρι την εγκυμοσύνη ήταν μετ’ εμποδίων. Η Ρίκα ομολόγησε δημόσια. «Είχα πάρει την απόφαση να σταματήσω. Δεν άντεχε πολύ το σώμα και το πνεύμα μου περισσότερες ταλαιπωρίες και απογοητεύσεις, μετά από τρία χρόνια προσπαθειών. Όντως σταμάτησα, γιατί… η τελευταία φορά ήταν και η επιτυχημένη. Στην αρχή είχα τις αμφιβολίες μου, έλεγα “πώς θα τον πάω στο νηπιαγωγείο πενηντάρα γυναίκα, θα νομίζουν ότι είμαι γιαγιά του”. Βλακείες δηλαδή.

Η φύση φαίνεται ότι έχει τα δικά της κόλπα και, σας διαβεβαιώ, σήμερα δεν νομίζω να φαίνομαι “γιαγιά” του παιδιού μου».

Ο γιος της

Ποτέ δεν ένιωσε άσχημα για την εμφάνισή της ή την ηλικία της. Κι όταν μια μέρα ήρθε αντιμέτωπη με ενοχλητικές ερωτήσεις ήξερε πώς να τις απαντήσει, με χιούμορ, ακόμα και αν την ερώτηση έκανε ο γιος της. «Είμαι από τις γυναίκες που δεν κρύβουν την ηλικία τους. Μια μέρα είχε γυρίσει από το σχολείο και με ρώτησε με ύφος. “Μαμά, το ξέρεις ότι είσαι η μόνη μαμά στο δημοτικό που είναι 50;”. “Εσύ πόσο χρονών είσαι;” τον ρώτησα. “Αφού ξέρεις ότι είμαι 7, τι με ρωτάς;” απάντησε. “Θες να ζήσεις για να γίνεις 8;” τον ξαναρώτησα. “Θέλω” μου απάντησε. “Ωραία, τότε δεν θα ξαναθίξεις αυτό το θέμα” είπα και σκάσαμε και οι δυο από τα γέλια. Δεν έκρυψα την ηλικία μου από τους θαυμαστές και τους εργοδότες μου. Θα την έκρυβα από το γιο μου;».

Στο γιο της έδωσε το όνομα του πατέρα της, που τον είχε χάσει το 1992. Δεν ήταν από τις μαμάδες που κατηύθυναν τα παιδιά τους. «Τι θα ήθελα για το γιο μου; Να είναι υγιής, να είναι καλός, να αγαπάει τα παιδιά και τα ζώα και να μάθει να ζει με λίγα. Όχι, δεν κάνω όνειρα για το παιδί μου, το παιδί μου θέλω να γίνει μπασίστας. Δεν μου αρέσουν οι μπροστά, θέλω να είναι η κρυφή δύναμη. Κλαίω και μόνο που το σκέφτομαι τώρα. Τι επιστήμονας και δημοσιογράφος; Να είναι σοβαρός και μπασίστας».

Αυτό το ευφυές χιούμορ την ξεχώρισε στο χαρτί και στην τηλεόραση. Το μαύρο και παράλληλα τόσο φωτεινό της χιούμορ ήταν ευαγγέλιο ζωής.

Το τέλος

Η Ρίκα πάλευε με τον καρκίνο του πνεύμονα και το τελευταίο διάστημα βρισκόταν στο νοσοκομείο. Στις 30 Ιουνίου έβαλε μια μαύρη φωτογραφία στο εξώφυλλο του προσωπικού της λογαριασμού στο Facebook και αμέσως οι διαδικτυακοί της φίλοι τη ρώτησαν τι συνέβη και εκείνη απάντησε: «I am fine, there is just no point» – «Είμαι μια χαρά, απλά δεν υπάρχει κανένα νόημα». Τον τελευταίο καιρό νοσηλευόταν στο «Ερρίκος Ντυνάν» δίνοντας μια άνιση μάχη.

Σε ανυποψίαστο χρόνο είχε γράψει για το τέλος: «Αν διάλεγα κι εγώ ένα σάουντρακ για την ώρα τη ζόρικη, την ανεπίστροφη, δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι αυτό θα ήταν το “Thousand kisses deep” του Leonard Cohen. Κατά προτίμηση, εν πλω, έξω από τα γκρεμίδια –ο Θεός να τα κάνει παραλίες– της Ύδρας».

Πηγή: People