Από τη Μαρία Παπαϊωάννου

Μπορεί το πρόγραμμά του Δημήτρη Μακρυνιώτη να είναι εξαντλητικό, δεδομένου ότι συνεργάζεται με πολλά μαγαζιά στην Αθήνα, εμφανίζεται στο Πρω1νό δύο φορές την εβδομάδα και δουλεύει πολλές ώρες καθημερινά για το site του, ωστόσο βρίσκει το χρόνο να πιούμε έναν απογευματινό καφέ στη Γλυφάδα, στο Living. Φτάνει Άγγλος στο ραντεβού μας, ενώ από την πρώτη στιγμή καταλαβαίνω ότι αυτό που τον κάνει να ξεχωρίζει δεν είναι το ύψος του (2,07 μ.), τα μακριά μαλλιά και τα τατουάζ, αλλά το καθαρό βλέμμα και η ευγένεια που αποπνέει.

Μπορεί να ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη ζαχαροπλαστική στα 34 του, ωστόσο η αγάπη του ξεκίνησε σε μικρή ηλικία, όταν, βλέποντας τη μητέρα του να φτιάχνει γλυκά στην κουζίνα, επιθυμούσε να βρίσκεται δίπλα της και να δημιουργεί. Η αντίδραση του πατέρα του στην εικόνα του μικρού Δημήτρη στην κουζίνα ήταν αποτρεπτική για τον ίδιο, κοιτάζοντας όμως πίσω κατανοεί πως όλα έγιναν για κάποιο λόγο: «Μικρότερος δεν ήμουν συνειδητοποιημένος, είχα τα μυαλά πάνω από το κεφάλι. Μέχρι τα 25 το μόνο που έκανα ήταν να διασκεδάζω. Κάποια στιγμή ήρθα σε επαφή με φίλους στην ηλικία μου που είχαν αρχίσει να παίρνουν επαγγελματικά το δρόμο τους. Εκεί κατάλαβα ότι έπρεπε κι εγώ να αρχίσω να κινούμαι σε μιαν άλλη κατεύθυνση. Έκανα πολλές δουλειές. Σε ό,τι έκανα ήμουν πάρα πολύ καλός. Με νοιάζει η πρωτιά. Είμαι ανταγωνιστικός και τελειομανής».

Ο γνωστός pastry chef περιπλανήθηκε αρκετά μέχρι να βρει το δρόμο της κουζίνας. Έχοντας ταξιδέψει αρκετές φορές στην Ασία, γνώρισε την τέχνη του μασάζ και αποφάσισε να ασχοληθεί επαγγελματικά ανοίγοντας ένα ινστιτούτο. Και μπορεί οι οικονομικές απολαβές από αυτό του το εγχείρημα να ήταν υψηλές, ο ίδιος όμως δεν ένιωθε γεμάτος. Μεταπήδησε στο χώρο των πωλήσεων εργαζόμενος σε μια πολυεθνική, ενώ αργότερα άνοιξε μαζί με την αδελφή του ένα καφέ στη Γλυφάδα. «Στα 34 πήρα τη μεγάλη απόφαση να πουλήσω το μαγαζί και να πάω σε σχολή για να γίνω ζαχαροπλάστης. Η επιτυχία δεν ξέρεις πότε θα σου χτυπήσει την πόρτα. Γι’ αυτό τα νεότερα παιδιά δεν πρέπει να απογοητεύονται, αλλά να μάθουν να παλεύουν. Η δουλειά μας είναι επίπονη και πολύωρη. Για να φανταστείς, εγώ έκανα την πρακτική μου σε ένα ξενοδοχείο στο Κολωνάκι, το εργαστήριο του οποίου είχε ύψος 1,90 μ. και εγώ είμαι 2,07 μ. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει πώς τα κατάφερα. Θυμάμαι ότι ένιωθα ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Δούλευα εκεί που ήθελα, έβγαζα τα γλυκά που ήθελα, εκτιμούσαν όλοι τη δουλειά μου και μέχρι σήμερα έχουν να λένε σε όσους παραπονιούνται “αφού μπορούσε ο Μακρυνιώτης, όλα μπορούμε να τα κάνουμε”».

Από εκεί και πέρα όλα πήραν το δρόμο τους, με τον Δημήτρη να μη σταματά τη μετεκπαίδευση και τις επαγγελματικές προτάσεις να έρχονται η μια μετά την άλλη.

Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη στο People που κυκλοφορεί μαζί με το Έθνος της Κυριακής